Αγιολόγιο - Εορτολόγιο

Ο άγιος μεγαλομάρτυρας Βονιφάτιος

Ζούσε στη Ρώμη κάποια που ονομαζόταν Αγλαΐδα, θυγατέρα κάποιου που ονομαζόταν Ακάκιος, από επιφανή οικογένεια, ο οποίος έγινε ανθύπατος· αυτή έγινε κάτοχος πολλών κτημάτων και είχε στην εξουσία της επιστάτες· ένα μάλιστα τον είχε προϊστάμενο όλων, ο οποίος ονομαζόταν Βονιφάτιος, και συμμετείχε μαζί της σε κάθε σιχαμερή αμαρτία· ήταν μάλιστα επιρρεπής στη μέθη και πόρνος, και αγαπούσε όλα όσα μισεί ο Θεός. Είχε όμως τρεις αρετές· ήταν φιλόξενος και πρόθυμος να δίνει και σπλαχνικός. Όταν έβλεπε κάποιους οδοιπόρους, ενθαρρύνοντάς τους με κάθε φροντίδα και προθυμία, τους φιλοξενούσε, και τις νύχτες περιφερόμενος στους δρόμους και τις πλατείες μοίραζε σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη ό,τι χρειάζονταν.

Ύστερα λοιπόν από κάποιο διάστημα, αφού η κυρία του ήρθε σε κατάνυξη από τη χάρη του Θεού, τον προσκάλεσε και του είπε· «Αδελφέ Βονιφάτιε, ξέρεις σε πόσες αμαρτίες είμαστε αναμειγμένοι, χωρίς να συλλογιζόμαστε ότι έχουμε να παρουσιασθούμε στον Θεό και να δώσουμε λόγο για όσα κάναμε σ’ αυτή τη ζωή. Και τώρα ακούσαμε τους Χριστιανούς να λένε ότι αν κάποιος προσφέρει υπηρεσία στους αγίους που αγωνίσθηκαν για τον Χριστό και άθλησαν για χάρη του, γίνεται συμμέτοχός τους κατά τη φοβερή μέρα της δικαιοκρισίας του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού. Και τώρα πληροφορήθηκα ότι οι δούλοι του Χριστού αγωνίζονται εναντίον του Διαβόλου στην ανατολή, παραδίδοντας τα σώματά τους σε βασανιστήρια, για να μην αρνηθούν τον Χριστό. Πήγαινε λοιπόν και φέρε μας λείψανα αγίων μαρτύρων, ώστε, προσφέροντας υπηρεσία σ’ αυτούς και κτίζοντας ευκτήριους οίκους αντάξιους της άθλησής τους, να σωθούμε δια μέσου αυτών και εμείς και πολλοί άλλοι».

Αφού λοιπόν ο δούλος πήρε μαζί του αρκετό χρυσάφι, για να αγοράσει λείψανα αγίων μαρτύρων, και για να μοιράσει στους φτωχούς, αναχώρησε έχοντας μαζί του δώδεκα ιππείς και μεταφέροντας τρία λεκτίκια (φορεία) μαζί του και διάφορα αρώματα για να προσφέρει νεκρικές τιμές στους αγίους. Και κατά την αναχώρησή του λέει στην κυρία του· «Κυρία, αν βρω λείψανα αγίων μαρτύρων, θα σου τα φέρω, αν όμως δεν βρω και έρθει σ’ εσένα το δικό μου λείψανο, θα το δεχθείς σαν να είναι αγίου;».

Λέει σ’ αυτόν η κυρία του· «Διώξε από σένα τη μέθη και τη μωρολογία, και έτσι αναχώρησε, με τη συναίσθηση ότι πρόκειται να μεταφέρεις λείψανα αγίων μαρτύρων· διότι εγώ η αμαρτωλή, όποια και αν είναι, θα τα περιμένω το γρηγορότερο. Και ο Θεός, ο οποίος για χάρη μας πήρε μορφή δούλου, ο οποίος έχυσε το αίμα του για τη σωτηρία του γένους των ανθρώπων, αυτός ας αποστείλει τον Άγγελό του μπροστά από σένα, και ας καθοδηγήσει την πορεία σου σύμφωνα με την ευσπλαχνία του, και ας εκπληρώσει την επιθυμία μου, παραβλέποντας τα παραπτώματά μου».

Αφού λοιπόν αναχώρησε ο Βονιφάτιος, στο δρόμο σκεφτόταν μέσα του, μονολογώντας· «Σωστό είναι, ούτε κρέας να φάω, ούτε κρασί να πιω, διότι και ανάξιος είμαι και αμαρτωλός· πρόκειται να μεταφέρω λείψανα αγίων μαρτύρων». Και αφού ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό, είπε· «Δέσποτα ο Θεός, ο Πατήρ του μονογενούς Υιού σου, έλα να με βοηθήσεις, και κατευόδωσε το δρόμο μου, που εγώ βαδίζω για να φθάσω σ’ αυτούς, ώστε να δοξασθεί το όνομά σου το άγιο στους αιώνες. Αμήν». Και αφού τελείωσε την προσευχή του, συνέχισε το δρόμο.

Αφού λοιπόν ήρθε στην πόλη Ταρσό και έμαθε ότι οι άγιοι αθλητές του Χριστού αγωνίζονται για χάρη του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, λέει στους συντρόφους του· «Αδελφοί, ας προχωρήσουμε να βρούμε ξενοδοχείο, και εκεί ξεκουράστε τα ζώα· εγώ όμως θα πάω να δω αυτούς που πάρα πολύ ποθώ». Αφού λοιπόν πήγε στο συγκεντρωμένο πλήθος, είδε τους αγίους μάρτυρες να βασανίζονται· και τον ένα να είναι κρεμασμένος κατακέφαλα, και κάτω απ’ αυτόν να είναι στρωμένη φωτιά· τον άλλο με βγαλμένα τα μάτια· τον άλλο να είναι τεντωμένος σε τέσσερα ξύλα· τον άλλο να πριονίζεται από τους δημίους· τον άλλο να έχει στον τράχηλό του μπηγμένο ένα παλούκι και να είναι καρφωμένο στη γη· τον άλλο με στρεβλωμένα τα χέρια και τα πόδια προς τα πίσω, και έτσι να χτυπιέται με λόγχες και ρόπαλα από τους δημίους· άλλους με κομμένα χέρια και πόδια, και έτσι να είναι πεταμένοι· και προξενούσαν, με ένα λόγο, φοβερή ζάλη τα βασανιστήρια αυτά, σε όσους τα έβλεπαν· ή καλύτερα μπορούσε να δει κανείς τον Διάβολο να νικιέται, και τους δούλους του Θεού να στεφανώνονται.

Αφού λοιπόν πλησίασε ο Βονιφάτιος, ασπαζόταν τους αγίους μάρτυρες, που ήταν στα βασανιστήρια – ήταν δηλαδή ως προς τον αριθμό είκοσι άνδρες – και με δυνατή φωνή είπε· «Μεγάλος ο Θεός των Χριστιανών, μεγάλος ο Θεός των αγίων μαρτύρων! Σας παρακαλώ, δούλοι του Χριστού, πρεσβεύστε για μένα, ώστε και εγώ να βρεθώ συμμέτοχός σας και να αγωνισθώ εναντίον του Διαβόλου». Και αφού κάθισε κοντά στα πόδια των αγίων μαρτύρων, τα αγκάλιαζε, καταφιλώντας τα και λέγοντας· «Αγωνισθείτε, αθλοφόροι του Χριστού και μάρτυρες, και καταπατήστε τον Διάβολο. Υπομείνατε λίγο, για να στεφανωθείτε. Λίγος είναι ο κόπος, αλλά πολλή είναι η τιμή· μικρή είναι η στρέβλωση, αλλά ανέκφραστη είναι η τιμή. Στη γη στρεβλώνεται το σώμα από τους δημίους, αλλά στη μέλλουσα ζωή δοξάζεται από τους Αγγέλους».

Στρέφοντας λοιπόν ο άρχοντας το βλέμμα του στον όχλο και διακρίνοντάς τον είπε· «Ποιος είναι εκείνος που ξεστομίζει τέτοια λόγια θέλοντας να καταφρονήσει εμάς και τους θεούς; Να οδηγηθεί λοιπόν μπροστά στο βήμα μου». Και λέει ο άρχοντας· «Πες μου εσύ, ποιος είσαι· διότι καταφρόνησες το δικαστήριό μου». Ο άγιος Βονιφάτιος είπε· «Είμαι Χριστιανός, και έχοντας τον Δεσπότη Χριστό, καταφρονώ και σένα και το δικαστικό σου βήμα». Ο άρχοντας είπε· «Πες, ποιο είναι το όνομά σου». Αυτός όμως απάντησε· «Σου είπα πριν από λίγο ότι είμαι Χριστιανός. Αν όμως θέλεις να μάθεις το συνηθισμένο όνομά μου, ονομάζομαι Βονιφάτιος». Ο άρχοντας είπε· «Προτού να απλώσω το χέρι μου στις σάρκες σου, έλα και θυσίασε στους θεούς». Ο Βονιφάτιος απαντά· «Σου είπα ότι είμαι Χριστιανός· είμαι δούλος του Χριστού και δεν θυσιάζω στους δαίμονες. Αν λοιπόν θέλεις να κάνεις κάτι, κάνε το γρήγορα. Είναι εκτεθειμένο μπροστά σου το σώμα μου». Και επειδή οργίσθηκε ο άρχοντας, πρόσταξε να τον κρεμάσουν κατακέφαλα, και να τον ξεσχίζουν με δύναμη. Και τόσο πολύ τον ξέσχισαν οι δήμιοι, ώστε να φανούν τα οστά του. Όμως ο άγιος μάρτυρας δεν έδωσε καμιά απάντηση, αλλά είχε στραμμένα τα μάτια του στους αγίους μάρτυρες. Και ο άρχοντας πρόσταξε να τον αφήσουν.

Αφού λοιπόν πέρασε μια ώρα, λέει σ’ αυτόν ο άρχοντας· «Θυσίασε, ταλαίπωρε, και λυπήσου τον εαυτό σου». Ο άγιος όμως αποκρίθηκε· «Δεν ντρέπεσαι, σιχαμερέ, που μου λες να θυσιάσω, τη στιγμή που εγώ δεν ανέχομαι να ακούσω για τα μάταια και φθαρτά είδωλα;». Και επειδή οργίσθηκε ο άρχοντας, πρόσταξε να κατασκευασθούν μυτερά καλάμια και να καρφωθούν στα νύχια του. Και αφού ο άγιος ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό, υπέφερε τους πόνους με ευκολία. Επειδή όμως είδε ο άρχοντας ότι δεν αισθανόταν τα βασανιστήρια, πρόσταξε να ανοιχθεί το στόμα του, και να χυθεί μέσα βραστό μολύβι. Ο μακάριος όμως αθλητής του Χριστού, υψώνοντας το βλέμμα του στον ουρανό, προσευχήθηκε λέγοντας· «Σε ευχαριστώ, Δέσποτα Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, και σε παρακαλώ, έλα να με βοηθήσεις, και ανακούφισε τους πόνους μου αυτούς, και μην επιτρέψεις να νικηθώ από αυτό τον σιχαμερό άρχοντα· διότι γνωρίζεις ότι για το άγιο όνομά σου τα υποφέρω αυτά». Και αφού ολοκλήρωσε την προσευχή του, κραύγασε στους αγίους λέγοντας· «Σας παρακαλώ, δούλοι του Χριστού, πρεσβεύστε για μένα στον Χριστό, για τον οποίο αγωνίζομαι». Και οι άγιοι, σαν με ένα στόμα, είπαν· «Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αυτός θα στείλει τον άγγελό του, και θα σε σώσει από αυτό τον σιχαμερότατο άρχοντα· ώστε να εκτελέσεις το δρόμο σου εν Χριστώ». Και μόλις τα είπαν αυτά, πάγωσε το μολύβι και εξουδετερώθηκε. Και κραύγασε το πλήθος, λέγοντας με μια φωνή· «Μεγάλος ο Θεός των Χριστιανών· μεγάλος ο Θεός των δούλων του! Υιέ του Θεού, σώσε μας· διότι όλοι σ’ εσένα πιστεύουμε και σ’ εσένα καταφεύγουμε». Και όρμησε όλος ο λαός, και ανέτρεψαν το βωμό, και πετροβόλησαν τον άρχοντα. Και ο άρχοντας μόλις είδε την ταραχή, σηκώθηκε και αποχώρησε, επειδή φοβήθηκε τον όχλο.

Την άλλη λοιπόν μέρα, αφού κάθισε πάλι στο δικαστικό βήμα, πρόσταξε να παρουσιασθεί ο άγιος. Και μόλις παρουσιάσθηκε, ο άρχοντας είπε σ’ αυτόν· «Γιατί, ταλαίπωρε, είσαι τόσο τρελός, έχοντας τις ελπίδες σου σε άνθρωπο, και μάλιστα σε άνθρωπο που σταυρώθηκε από τους Ιουδαίους ως κακούργος;». Αλλά ο άγιος μάρτυρας του Χριστού είπε· «Πάψε να μιλάς, και μην ανοίξεις τα μιαρά χείλη σου, σκοτισμένε ως προς το νου· διότι ο Δεσπότης μου Ιησούς Χριστός τα υπέφερε αυτά θέλοντας να σώσει το γένος των ανθρώπων». Και επειδή οργίσθηκε ο άρχοντας, πρόσταξε να γεμισθεί ένα καζάνι με πίσσα, και τη στιγμή που βράζει η πίσσα να βάλουν μέσα τον άγιο κατακέφαλα. Λοιπόν ο άγιος μάρτυρας του Χριστού, αφού έκανε την εν Χριστώ σφραγίδα (το σημείο του Σταυρού), ρίχθηκε μέσα στο καζάνι· αλλά άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, άγγιξε το καζάνι, και αμέσως αυτό διαλύθηκε σαν κερί και κατέκαψε από τους ασεβείς περίπου πενήντα άνδρες.

Τότε ο άρχοντας, επειδή φοβήθηκε τη δύναμη του Χριστού, θαύμασε την υπομονή του μάρτυρα και πρόσταξε να κόψουν το κεφάλι του με ξίφος, λέγοντας ότι «αυτός που δεν υπακούει στους νόμους του βασιλιά, και δεν πειθαρχεί στην προσταγή μου, γι’ αυτόν προστάζει η δική μου εξουσία να υποστεί την κεφαλική τιμωρία»· και οι φρουροί γρήγορα-γρήγορα τον απομάκρυναν από το δικαστικό βήμα. Ο άγιος λοιπόν μάρτυρας του Χριστού παρακάλεσε τους δημίους να τον αφήσουν λίγο διάστημα, για να προσευχηθεί· και αφού στράφηκε προς ανατολάς, προσευχήθηκε λέγοντας· «Κύριε, Θεέ παντοκράτορα, Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έλα να βοηθήσεις τον δούλο σου, και δέξου την ψυχή μου ειρηνικά. Ας μη με εμποδίσει ο μιαρός και φονικός Δράκοντας· ας μη με κατατρομάξει με την πονηρία του· ας μη με εξαπατήσει με την απάτη του εξαιτίας των αμαρτιών που έκανα σ’ αυτή τη ζωή· αλλά ανάπαυσέ με με τη χορεία των αγίων σου μαρτύρων· και σώσε το λαό σου από κάθε θλίψη· διότι σ’ εσένα πρέπει η δόξα και η προσκύνηση, στους αιώνες. Αμήν». Και αφού ολοκλήρωσε αυτός την προσευχή, χτυπήθηκε με το ξίφος από τον δήμιο, και βγήκε από την πληγή αίμα και γάλα, ώστε όλοι να κραυγάσουν και να πουν· «Δόξα σ’ εσένα, Ιησού Χριστέ, ο οποίος πρόσφερες τέτοια χάρη σ’ αυτούς που σ’ αγαπούν». Και πίστεψαν στον Κύριο πολλοί.

Περιφέρονταν λοιπόν οι σύνδουλοί του και τον αναζητούσαν· και επειδή δεν τον βρήκαν, άρχισαν να λένε μεταξύ τους· «Εκείνος τώρα ξαπλώνει και ευφραίνεται σε πορνείο ή σε καπηλειό, και εμείς περιφερόμαστε και τον αναζητούμε». Και ενώ αυτοί συλλογίζονταν αυτά, συνέβη να τους συναντήσει ο αδελφός του κομενταρισίου (του γραφέα του δημοσίου), και του λένε· «Μήπως είδες κάποιον ξένο εδώ;». Εκείνος λοιπόν τους λέει· «Ένας ξένος έδωσε μαρτυρία για τον Χριστό, και αποκεφαλίσθηκε». Και αυτοί ρωτούν· «Και πού είναι;». Και εκείνος απάντησε· «Είναι στο στάδιο». Και τους ρωτά· «Και τι μορφή είχε;». Και αυτοί απάντησαν σ’ αυτόν· «Είναι κοντός, παχύς, με ξανθά μαλλιά, και φορά κοντό χιτώνα». Και είπε σ’ αυτούς· «Αυτός που ζητάτε είναι σ’ εμάς· αυτός μαρτύρησε». Και αυτοί είπαν σ’ αυτόν· «Αυτός που ζητούμε είναι πόρνος και μέθυσος, και δεν αντέχει να υποστεί μαρτύριο». Είπε λοιπόν σ’ αυτούς ο αδελφός τού κομενταρισίου· «Τι δηλαδή θα σας βλάψει να πάτε ως το στάδιο και να τον δείτε;».

Τον άκουσαν λοιπόν και τον ακολούθησαν ως το στάδιο, και τους έδειξε το σώμα του να κείτεται νεκρό. Λένε τότε σ’ αυτόν οι δούλοι· «Σε παρακαλούμε, δείξε μας και το κεφάλι του». Και πήγε και τους έφερε και το κεφάλι του. Όταν λοιπόν το πρόσωπο του αγίου αντίκρισε τους συνδούλους του, τους χαμογέλασε εν Αγίω Πνεύματι· και καθώς τον αναγνώρισαν οι δούλοι έκλαψαν πικρά, λέγοντας· «Μη θυμηθείς την αμαρτία μας, για όσα σε κατηγορήσαμε, δούλε του Χριστού». Και λένε στον ακόλουθο του άρχοντα· «Αυτός είναι εκείνος που ζητούμε· αλλά σε παρακαλούμε, δώρισέ τον αυτόν σ’ εμάς». Λέει σ’ αυτούς ο ακόλουθος του άρχοντα· «Δεν μπορώ να σας δώσω το λείψανο χωρίς αμοιβή». Και αφού του έδωσαν αρκετό χρυσάφι, πήραν το λείψανο του αγίου μάρτυρος Βονιφατίου, και αφού το άλειψαν με μύρα, και το περιτύλιξαν με υφασμάτινες λωρίδες, το εναπόθεσαν σε ένα από τα κιβώτια, και βάδισαν το δρόμο τους με χαρά και δοξάζοντας τον Θεό για το τέλος του αγίου μάρτυρος.

Ένας Άγγελος ωστόσο του Κυρίου εμφανίσθηκε στην κυρία του, λέγοντας· «Δέξου αυτόν που κάποτε ήταν δούλος σου, αλλά τώρα είναι μάρτυρας του Χριστού και δικός μας αδελφός και συλλειτουργός· δέξου τον σαν κύριο και ανάπαυσέ τον όπως πρέπει· διότι δια μέσου αυτού θα συγχωρηθούν όλες οι αμαρτίες σου». Και αφού σηκώθηκε σύντρομη η Αγλαΐδα και πήρε ευλαβείς κληρικούς, με δεήσεις και κεριά στόλισε το άγιο λείψανο και το έθαψε σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων (σχεδόν ένα χιλιόμετρο) από την πόλη Ρώμη, κτίζοντας ευκτήριο οίκο, αντάξιο με την άθλησή του, στον οποίο ως σήμερα απομακρύνονται οι δαίμονες και φυγαδεύεται κάθε αρρώστια με τις πρεσβείες του αγίου μάρτυρος Βονιφατίου.

Η μακαρία Αγλαΐδα ωστόσο απαρνήθηκε τον κόσμο, και αφού μοίρασε όλα τα υπάρχοντά της στους φτωχούς, αγωνιζόταν μαζί με τις υπηρέτριές της με κάθε σωφροσύνη και εγκράτεια, και έτσι έγινε άξια, ώστε να λάβει χάρη από τον Θεό να απομακρύνει τους δαίμονες.

Έζησε λοιπόν στην άσκηση δεκαπέντε χρόνια, και έτσι ετελειώθη. Διότι πρέσβευσε γι’ αυτήν ο άγιος μάρτυρας με το να αγωνισθεί, όπως έπρεπε, για τη δόξα του Χριστού, του αληθινού Θεού μας· στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο Πνεύμα του, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

 

Από το βιβλίο: ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΡΓΑ, τόμος Ζ’, Λόγος στο μαρτύριο του αγίου μεγαλομάρτυρα Βονιφατίου. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 188.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο άγιος μεγαλομάρτυρας Βονιφάτιος

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.