Ο άγιος Θεόδωρος γεννήθηκε από γονείς ευγενείς και ευσεβείς στην Άτρα, κωμόπολη του θέματος της Χαλδίας(*), κατά τον 11ο αιώνα. Οι γονείς του είχαν αξιώματα και πρωτεία στην περιοχή, που την εποχή εκείνη ζούσε υπό τη συνεχή απειλή των Σελτζούκων Τούρκων.
Επικεφαλής ενός στρατού που τον αποτελούσαν αποκλειστικά ντόπιοι στρατιώτες –χωρίς καμμιά βοήθεια από τη Βασιλεύουσα– κατόρθωσε ο Θεόδωρος, χάρις στη θρυλική ανδρεία και στρατηγική του ιδιοφυΐα, να διώξει τους Τούρκους από το θέμα της Χαλδίας και να αναχαιτίσει τους Γεωργιανούς που απειλούσαν την Τραπεζούντα.
Μετά από συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις με τον βασιλέα Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081-1118), κυβερνούσε πλέον την περιοχή ως ημιαυτόνομος ηγεμόνας (1091). Στην προσπάθειά του να κερδίσει εδάφη από τους Σελτζούκους, πέρασε στην επίθεση· στη μάχη όμως της Θεοδοσιουπόλεως αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους. Ο αρχηγός τους θαύμασε το θάρρος του και του υποσχέθηκε να του χαρίσει τη ζωή και τιμές βασιλικές, αν απαρνιόταν την πίστη του.
Ο γενναίος Θεόδωρος αγαλλίασε από χαρά βλέποντας ότι είχε φθάσει η στιγμή που περίμενε εδώ και πολύ καιρό. Ανέκραξε εις επήκοον όλων όσοι ήταν εκεί παρόντες ότι τίποτε δεν μπορούσε να τον αποσπάσει από την αγάπη του για τον Χριστό και ότι το να υποφέρει βασάνους ένεκεν του ονόματός Του ήταν η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσε ποτέ να αξιωθεί.
Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, αλλά ο άγιος έμεινε ακλόνητος ωσάν το όρος Σιών. Με φωνή στεντόρεια ευχαριστούσε τον Χριστό που τον καταξίωσε να εισέλθει στο στάδιο της αθλήσεως και να γίνει θυσία ευπρόσδεκτος ενώπιόν Του.
Βλέποντας τη χαρά του μάρτυρος και μη μπορώντας ν’ αντέξει τις υμνωδίες του προς τη θεία Χάρη, ο Τούρκος εμίρης παραφρόνησε από την οργή του και διέταξε να του κόψουν τη γλώσσα, να του εξορύξουν τα μάτια, να τον γδάρουν και τέλος να τον πετάξουν σε πυρωμένο καμίνι.
Κανένα από τα μαρτύρια αυτά δεν μπόρεσε να μειώσει τη χαρά του αγίου Θεοδώρου, που πρόσφερε κάθε μέλος του σώματός του ως τίμια θυσία στον Δημιουργό του ουρανού και της γης.
Όταν τον έριξαν στην κάμινο, μιμούμενος τους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα (Δανιήλ, 3) καλούσε κι εκείνος τους πάντες και τα πάντα να υμνήσουν μαζί του και να αινέσουν τον Κύριο και έτσι παρέδωσε την ψυχή του εις χείρας του Θεού τού ζώντος (1098).
Θαύμασε ο εμίρης τη γενναιότητα του μάρτυρα και περιέκλεισε την τιμία κεφαλή του σε ένα αγγείο κεκοσμημένο με χρυσό. Το πάντιμο αυτό λείψανο μεταφέρθηκε κατόπιν στην Τραπεζούντα (μεταξύ του 1115 και του 1140), κατατέθηκε στον ναό που ανήγειρε στη μνήμη του μάρτυρα ο ανηψιός του αγίου, ο πρωτοσέβαστος και της πόλεως κυβερνήτης Κωνσταντίνος Γαβράς. Εκεί η τίμια κάρα του μάρτυρα επετέλεσε πολλά θαύματα.
(*) Βρισκόταν στον Πόντο και είχε πρωτεύουσα την Τραπεζούντα.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Εκδόσεις Ορμύλια, 2004, σελ. 25.
Ο άγιος μεγαλομάρτυρας Θεόδωρος ο Γαβράς