Ο άγιος Καλλίνικος γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1787, σε οικογένεια ιδιαιτέρως ευλαβή. Φοίτησε στην ελληνο-ρουμανική σχολή της πόλεως και σε ηλικία είκοσι ετών εισήλθε στην Μονή Τσέρνικα. Εκάρη μοναχός μετά από έναν χρόνο και γρήγορα διακρίθηκε για τον ασκητικό του ζήλο. Κοιμόταν μόνο τρεις ώρες, την νύχτα, καθισμένος σε σκαμνί, και την ημέρα αναλάμβανε τα πλέον βαριά διακονήματα.
Όταν ο γέροντάς του έφυγε και πήγε στο Άγιον Όρος, ο Καλλίνικος αποφάσισε να τρέφεται μόνο με ψωμί και νερό, μετά την δύση του ηλίου, και πολλές φορές παρέτεινε την ξηροφαγία επί σαράντα ημέρες. Καθώς ο ηγούμενος της μονής είχε απαγορεύσει τέτοιους ασκητικούς άθλους, ο Καλλίνικος συμμετείχε στην κοινή τράπεζα αλλά έτρωγε μικρή ποσότητα, ενώ τα Σάββατα και τις Κυριακές έτρωγε τυρί και γάλα, ώστε να κατανικήσει κάθε πειρασμό υπερηφανείας.
Το παρουσιαστικό του μαρτυρούσε τις σκληραγωγίες αυτές και την απονέκρωση κάθε σαρκικού φρονήματος, ενώ οι οφθαλμοί του ήσαν πρησμένοι από τα δάκρυα που άφθονα έρρεαν κάθε βράδυ στο κελλί του.
Το 1813, μετά από μια επιδημία στην οποία απεβίωσαν πολλοί ιερείς, δέχθηκε κατ’ ανάγκη να χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Διπλασίασε τότε τους ασκητικούς αγώνες και έδειξε μεγάλη αγάπη για όλους τους αδελφούς αδιακρίτως. Η παρουσία εντός του της θείας χάριτος τον έκανε να βλέπει κάθε συνάνθρωπό του ως εικόνα Θεού και η αγάπη αυτή εκφραζόταν με όλο και μεγαλύτερη ταπείνωση.
Δύο χρόνια αργότερα, ορίστηκε πνευματικός της μονής και σύντομα, όχι μόνον μοναχοί αλλά και πολλοί λαϊκοί της περιοχής, ιερείς, επίσκοποι, υψηλά ιστάμενες προσωπικότητες, και ο ίδιος ο μητροπολίτης, προσέτρεχαν στην Μονή Τσέρνικα για να λάβουν από τον άγιο παρηγορία και πνευματική νουθεσία.
Επιστρέφοντας από ένα προσκύνημα στο Άγιον Όρος, ο Καλλίνικος εξελέγη ηγούμενος (1818) σε ηλικία 31 ετών. Η ταπείνωση και η αγάπη του κατόρθωσαν να διορθώσουν το ήθος κάποιων ατίθασων μοναχών, ενώ όλοι οι αδελφοί υποτάσσονταν με ενθουσιασμό σ’ εκείνον, θεωρώντας τον άγγελο Κυρίου.
Ο άγιος Καλλίνικος θεωρούσε την υπακοή θεμέλιο του μοναχικού βίου και έλεγε: «Η κοινοβιακή ζωή στηρίζεται στην αγία υπακοή και καθιερώθηκε από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο οποίος μας άφησε το υπόδειγμα του επίγειου βίου Του».
Συνιστούσε στους μοναχούς να αποφεύγουν την πολυλογία, που αναπόφευκτα οδηγεί στην καταλαλιά, ώστε να συγκεντρώνουν όλες τους τις προσπάθειες στην αδιάλειπτο νοερά προσευχή. Έλεγε επίσης: «Ο ηγούμενος είναι η καρδία όλων των καρδιών· είναι η οδός προς την τελειότητα για όσους συγκεντρώνονται γύρω του».
Την εποχή της εξέγερσης του 1821, που προκάλεσε φρικώδη αντίποινα από πλευράς Τούρκων, πολλοί κάτοικοι του Βουκουρεστίου κατέφυγαν στην Μονή Τσέρνικα. Ο άγιος ηγούμενος δεχόταν όλους όσοι έφταναν, τους έδινε τροφή από τα αποθέματα της μονής και παρηγορούσε στοργικά τους δεινοπαθούντες.
Μία ημέρα εμφανίστηκε τουρκικός στρατός με πυροβολικό και πρόθεση να καταστρέψει την μονή· ο άγιος συγκέντρωσε τότε μοναχούς και λαϊκούς στο καθολικό και τέλεσε ολονύκτια αγρυπνία. Χάρις στις δεήσεις του και την μεσιτεία του αγίου Νικολάου, προστάτου της μονής, τα εχθρικά στρατεύματα αποχώρησαν χωρίς να προξενήσουν ζημίες.
Σύντομα όμως εξαντλήθηκαν τα αποθέματα τροφίμων και η μονή απειλήθηκε με λιμό. Ο άγιος Καλλίνικος άρχισε τότε να προσεύχεται και αμέσως παρουσιάστηκαν στην είσοδο της μονής άνθρωποι ξένοι με δύο βοϊδάμαξες φορτωμένες καρβέλια ψωμί, που έστειλε δώρο ο πασάς του γειτονικού στρατοπέδου.
Κι άλλες φορές η προσευχή του αγίου Καλλινίκου έσωσε την μονή από την απειλή των Τούρκων. Η ποιμαντική του φροντίδα κάλυπτε όλες τις πτυχές της ζωής, από τα υψηλότερα πνευματικά προβλήματα έως λεπτομέρειες της καθημερινής διαβίωσης του λαού που του εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Μέσα σε λίγα χρόνια, οι μοναχοί που βρίσκονταν υπό την καθοδήγησή του έφθασαν να αριθμούν τους τριακόσιους πενήντα. Ανήγειρε γι’ αυτούς νέο ναό, πολλά κελλιά και εργαστήρια, όπου κατασκευάζονταν ό,τι χρειαζόταν για τις ανάγκες της μονής και για τις ελεημοσύνες. Επιπλέον οι περισσότερες μονές των περιχώρων του Βουκουρεστίου τον είχαν εκλέξει πνευματικό τους πατέρα και ακολουθούσαν τις διδαχές του.
Η άμεμπτη ευαγγελική διαγωγή του αγίου Καλλινίκου κίνησε τον φθόνο ορισμένων, και μία ημέρα ένας εχθρός του τού έδωσε να πιεί δηλητήριο. Κλινήρης ο άγιος ετοιμαζόταν να παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο. Αίφνης, άκουσε φωνή εξ ουρανού που τον διέτασσε να σηκωθεί και του ανήγγελλε τον διορισμό του στον επισκοπικό θρόνο της Ριμνίκουλ-Βαλτσέα.
Ο θρόνος είχε παραμείνει σε χηρεία επί μία δεκαετία και η κατάσταση της επισκοπικής περιφέρειας ήταν άθλια: η επισκοπική κατοικία και ο καθεδρικός ναός ήταν σε κατάσταση ερειπιώδη μετά από μια πυρκαγιά, η ιερατική σχολή ήταν κλειστή, ο κλήρος αμόρφωτος και συχνά σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, ενώ πολλοί ναοί ήσαν κλειστοί ή είχαν υποστεί ζημίες λόγω έλλειψης συντήρησης.
Ο ταπεινός Καλλίνικος, ο οποίος στο παρελθόν είχε αρνηθεί το αξίωμα του μητροπολίτη, υποχρεώθηκε αυτή την φορά να ενδώσει στις πιέσεις του πρίγκιπα Μπάρμπου Σιρμπέι και χειροτονήθηκε επίσκοπος το 1850.
Αμέσως καταπιάστηκε με τα απαραίτητα έργα: ανοικοδόμησε την επισκοπική κατοικία και ανήγειρε νέο καθεδρικό ναό, τα σχέδια του οποίου έκανε ο ίδιος· η ιερατική σχολή άρχισε να λειτουργεί εκ νέου και εγκαταστάθηκε εκεί τυπογραφείο. Ίδρυσε επίσης την Μονή Φρασινέι, η οποία διαφυλάσσει έως τις ημέρες μας αγιορειτικό Τυπικό και αυστηρή τάξη. Εκεί του άρεσε να αποσύρεται για να ξαναβρίσκει την μοναχική ησυχία.
Κατά το υπόδειγμα του αγίου Νικολάου, του οποίου τους Χαιρετισμούς έψαλλε κάθε ημέρα, ο άγιος Καλλίνικος έδειχνε άνευ ορίων στοργή και ευσπλαγχνία για το πνευματικό του ποίμνιο. Μοίραζε και τα ίδια τα ενδύματά του και με δάκρυα παρακαλούσε τον μαθητή του Αθανάσιο να βρει όπου μπορεί χρήματα για να τα μοιράσουν στους πτωχούς, τους οποίους ονόμαζε «αδελφούς του Χριστού».
Αξιώθηκε να επιτελεί θαύματα και να λάβει το διορατικό και το προφητικό χάρισμα. Προανήγγειλε τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877 και τις μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις που θα γνώριζε η Ρουμανία μετά την έλευση του τσάρου και του ρωσικού στρατού.
Την ημέρα ασχολείτο με τα ποιμαντικά του καθήκοντα και εξακολουθούσε να αφιερώνει την νύχτα στην προσευχή ή στην πνευματική μελέτη. Για να μην ενδίδει στον ύπνο, τοποθετούσε ένα βαρύ αντικείμενο πάνω στο βιβλίο, ώστε αν αποκοιμιόταν, ο θόρυβος που θα έκανε πέφτοντας να τον ξυπνάει. Ενθάρρυνε τους ιερείς να ακολουθούν το παράδειγμα του ασκητικού βίου των μοναχών και τιμωρούσε αυστηρά την σιμωνία και την ανηθικότητα στις τάξεις του κλήρου.
Μετά δεκαεπτά χρόνια επισκοπικής θητείας, ο άγιος Καλλίνικος αποσύρθηκε στην Μονή Τσέρνικα, όπου εγκαταβίωσε επί ένα περίπου έτος ως απλός μοναχός. Ήταν αφιερωμένος ολόκληρος στην προσευχή, και συχνά τον περιέβαλλε ένα άρρητο φως, το οποίο οι μαθητές του στο κελλί μπορούσαν να δουν.
Προείπε, δεκατρείς ημέρες πριν, την εκδημία του την Δευτέρα της Διακαινησίμου, 11 Απριλίου 1868, ανέλαβε τις δυνάμεις του, ενδύθηκε το νεκρικό ράσο, πλύθηκε και ευλόγησε όλους τους παρευρισκομένους. Κατόπιν, σηκώθηκε όρθιος κρατώντας στο χέρι τον Σταυρό και έσκυψε στο στέρνο του μοναχού Γερμανού, λέγοντας: «Χαίρε! Θα ξαναβρεθούμε στην χαρά του άλλου κόσμου!»
Η τιμή του αγίου Καλλινίκου αναγνωρίστηκε επισήμως το 1955, αλλά ήδη από πολύ πριν, ο ρουμανικός λαός τον τιμούσε ως τον πλέον αγαπητό εθνικό του άγιο. Πολυάριθμα θαύματα εξακολουθούν να επιτελούν τα τίμια λείψανά του, τα οποία φυλάσσονται στην Μονή Τσέρνικα.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος όγδοος, Απρίλιος, σελ. 109. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.