Καταγόμενος από την Πρωσσία, ο άγιος Ισίδωρος, νέος ακόμη, έγινε χριστιανός και αργότερα, εγκαταλείποντας την πατρική εστία, ξεκίνησε με το ραβδί του προσκυνητή στο χέρι να υποκριθεί τον σαλό από αγάπη για τον Χριστό. Φθάνοντας στο Ροστώφ, έκτισε ένα καλυβάκι στο οποίο ερχόταν μόνο για να προσευχηθεί την νύχτα. Τις ημέρες του τις περνούσε στους δρόμους, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε είδους ταπείνωση.
Μία ημέρα, ένα καράβι κινδύνευε να καταποντισθεί μέσα στην τρικυμία και οι επιβάτες έριξαν κλήρο για να ορίσουν τον αμαρτωλό που είχε επισύρει επάνω τους την συμφορά. Ο κλήρος ανέδειξε έναν έμπορο του Ροστώφ. Εγκαταλελειμμένος στην θάλασσα πάνω σε μια σανίδα, ο άνθρωπος είχε χάσει πια κάθε ελπίδα, όταν του φανερώθηκε ο άγιος Ισίδωρος και τον οδήγησε πίσω ξανά πάνω στο καράβι.
Μιαν άλλη φορά, κατά τους γάμους του ηγεμόνος Σάββα Ομπολένσκυ, ο άγιος εισέβαλε ξαφνικά στο παλάτι και βάζοντας στο κεφάλι του νεόνυμφου ένα κάλυμμα φτιαγμένο από χόρτα και άνθη, του είπε: «Ιδού η επισκοπική σου καλύπτρα!» Λίγο αργότερα, η γυναίκα του ηγεμόνος πέθανε στην γέννα του πρώτου παιδιού τους και ο χήρος πρίγκιπας έγινε μοναχός, με το όνομα Ιωάσαφ, εν συνεχεία δε χειροτονήθηκε επίσκοπος Ροστώφ, το 1481.
Λίγες ημέρες πριν την τελευτή του (1474), ο άγιος Ισίδωρος κλείστηκε στην καλύβα του κι εκεί προσευχήθηκε με δάκρυα. Όταν αποδήμησε προς Κύριον, μία θεσπέσια ευωδία απλώθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Ενταφιάσθηκε στην καλύβα του, όπου αργότερα ανηγέρθη ναός αφιερωμένος στην Ανάληψη του Κυρίου (1566) όπου και επιτελέσθηκε πλήθος θαυμάτων. (*)
(*) Κοντά στον τάφο του ενταφιάσθηκαν άλλοι δύο δια Χριστόν σαλοί, ο Αθανάσιος και ο Στέφανος, που τιμώνται τοπικά.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ένατος, Μάιος, σελ. 169. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.