Ο Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ (1846-1916), μεγάλος λαϊκός ασκητής της Ρουμανίας, αποτελεί την πιο πρόσφατη προσθήκη στο Αγιολόγιο της Ρουμανικής Εκκλησίας: ανακηρύχθηκε άγιος από το Πατριαρχείο Ρουμανίας στις 25 Μαρτίου 2018, με την επωνυμία “άγιος Γέρο-Γεώργιος ο προσκυνητής”.
Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την πρώτη περίοδο της ζωής του, από τη γέννησή του μέχρι το μεγάλο προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους.
Ο Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ γεννήθηκε στην κοινότητα Σουγκάγκ του νομού Άλμπα (παλαιότερα λεγόταν νομός Σέμπες-Άλμπα) το έτος 1846. Ο πατέρας του ήταν αρκετά φτωχός. Ήταν ένας πιστός χωρικός που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την διατροφή αγελάδων.
Από τη νηπιακή ακόμη ηλικία του ο Γεώργιος φάνηκε ότι θα γίνει ένα εκλεκτό τέκνο του Θεού, ταπεινό, σιωπηλό, φιλήσυχο και φιλακόλουθο. Ιδιαίτερα αγαπούσε να μένει μόνος του. Προσευχόταν τη νύχτα στην εκκλησία του χωριού του, έκανε πολλές μετάνοιες και διάβαζε το Ψαλτήρι του προφήτου Δαβίδ. Μερικές φορές κρυβόταν στους κήπους ή στο δάσος, όπου και προσευχόταν πολύ με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Έτρωγε πολύ λίγο και τον περισσότερο καιρό νήστευε.
Το έτος 1870, στην ηλικία των 24 ετών, νυμφεύθηκε μία ευλαβέστατη χωριατοπούλα, την Πελαγία Τοντέσκου. Ο γάμος τους όμως δεν έγινε με τα συνηθισμένα έθιμα, με μουσική, χορό και διασκεδάσεις, αλλά ήταν ένας γάμος σεμνός και χριστιανικός. Μία από τις κόρες του, η Μάρθα, διηγήθηκε ένα θαυμαστό γεγονός, που το άκουσε από το στόμα της μητέρας της.
Τη δεύτερη ημέρα του γάμου τους –έλεγε– ο μπαμπάς της εξαφανίστηκε από το σπίτι. Δεν μπορούσαν να τον βρουν πουθενά. Η μητέρα της και οι συγγενείς τον αναζητούσαν παντού. Μόνο στον κήπο δεν πήγαν να τον αναζητήσουν. Όταν πήγαν μερικοί στο βάθος του κήπου, τον βρήκαν να στέκεται σε στάση προσευχής και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Όλοι τους εξεπλάγησαν. Κανείς δεν τόλμησε να τον ενοχλήσει. Αλλά αυτός, όταν αντιλήφθηκε ότι τον είδαν άνθρωποι, κατέβασε τα χέρια του και επέστρεψε στο σπίτι του.
Αυτή η ευλογημένη έγγαμη ζωή διήρκεσε μόνο 13-14 χρόνια. Απέκτησαν πέντε παιδιά. Δύο αγόρια, τον Ιωάννη και τον Βασίλειο, ο οποίος πέθανε μικρός, και τρία κορίτσια, τη Μαρία, την Άννα και τη Μάρθα. Όλα τα παιδιά, εκτός από την Άννα, παντρεύτηκαν στον καιρό τους στη γενέτειρά τους, στο χωριό Σουγκάγκ. Ενώ η Άννα παντρεύτηκε στα μέρη της πόλεως Τζιουρτζίου.
Εραστής της ησυχαστικής ζωής και της προσευχής, ο νεαρός Γεώργιος έκτισε το σπίτι του τέσσερα χιλιόμετρα έξω από το χωριό του, προς την πλαγιά του βουνού, όπου ήταν και τα βοσκοτόπια του. Εκεί μετακινήθηκε με όλη την οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με τη διατροφή των αγελάδων του. Την ημέρα τις έβοσκε, τις πήγαινε στο δάσος, έκοβε με την κόσα το χορτάρι και προμηθευόταν σανό για τον χειμώνα. Ενώ τις νύχτες αποσυρόταν στην άκρη του δάσους, έκανε εκατοντάδες μετάνοιες, στεκόταν στην προσευχή με τα χέρια υψωμένα επί ώρες, κατόπιν διάβαζε το Ψαλτήρι, ελεούσε, όσο μπορούσε, τους φτωχούς και νήστευε πάντοτε.
Το Ψαλτήριο το διάβαζε καθημερινά στο σπίτι του και ήταν το πιο αγαπητό του βιβλίο. Σιγά σιγά το έμαθε και το έλεγε από στήθους. Το έφερε μαζί του, στον ντορβά του. Το επαναλάμβανε μυστικά, όταν έβοσκε τα βόδια, ενώ τις νύχτες το διάβαζε στο σπίτι του με δάκρυα με όλη την οικογένειά του κάτω από το τρεμάμενο φως του λυχναριού.
Οι ανάγκες όμως της οικογένειάς του, που κάθε χρόνο και μεγάλωναν, δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τα λίγα έσοδα που είχε. Γι’ αυτό άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο αγελάδων. Όμως ο Γέρο-Γεώργιος δεν ήταν μαθημένος στο εμπόριο αυτό, το οποίο συνήθως συνοδεύεται από φιλαργυρία, απάτη και ιδιοτέλεια. Αυτός, λόγω της αγαθότητάς του, αγόραζε ακριβά και πουλούσε φθηνά. Πουλούσε στην τιμή που του έλεγαν και αγόραζε στην τιμή που του ζητούσαν. Ενώ, αν κάποια χήρα ή κάποιος άλλος δυστυχής του ζητούσαν ελεημοσύνη, τους έδινε ένα μοσχαράκι ή ένα πρόβατο με όλη τη χαρά της καρδιάς του.
Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του πήγαινε ολοένα προς το χειρότερο. Υποχρεώσεις πολλές πρόβαλαν στη ζωή του, οι δανειστές του ζητούσαν τα δάνειά τους, στο σπίτι η γυναίκα και τα παιδιά του υπέφεραν. Όμως αυτός δεν ταραζόταν, ούτε φρόντιζε πολύ για την αυριανή ημέρα. Μάταια η γυναίκα του και οι συγγενείς του γκρίνιαζαν και τον μάλωναν για το κακό νοικοκυριό του. Εκείνος ο καλός αγωνιστής του Χριστού τους απαντούσε με δυνατή πίστη.
– Μη ταράζεστε, έχει φροντίδα να μας θρέψει ο Θεός, μόνο να προσευχόμαστε αδιάκοπα και να κάνουμε το θέλημά Του.
Γι’ αυτό δεν παραπονέθηκε στον Θεό για τίποτε, δεν λυπόταν για τις ελλείψεις και δυστυχίες του, αλλά και δεν σταματούσε να βοηθά και τους πάσχοντες και να προσεύχεται πάντοτε. Ουδέποτε στάθηκε ενώπιον του Θεού ή ενώπιον των φίλων και συγγενών του να πει τα παράπονά του. Ήταν πάντοτε ειρηνικός, με καθάριο και σεμνό πρόσωπο, με μάτια λαμπερά σαν τον ουρανό, με το χαμόγελο στα χείλη, λιγομίλητος, πράος και αργός στο βάδισμά του. Ουδέποτε απουσίαζε από την εκκλησία. Ιδιαίτερα τις νύχτες του άρεσε να προσεύχεται, διότι δεν τον έβλεπε κανένας. Μόνο ο ιερέας του χωριού Σουγκάγκ γνώριζε τα μυστικά της καρδιάς του.
Κατά τα έτη 1883-1885 ο Γέρο-Γεώργιος, αφού συμβουλεύθηκε και τη σύζυγό του, η οποία έδειξε αρκετή κατανόηση, πήρε μια απροσδόκητη απόφαση: να πάει μαζί με άλλους χωρικούς του χωριού τους στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τον Τάφο του Κυρίου. Ήταν μια παλιά επιθυμία της καρδιάς του, η οποία δεν είχε καθόλου σβήσει μέσα του. Η Μεγάλη Εβδομάδα πλησίαζε. Είχε συνομιλήσει με μερικούς γνωστούς τακτικούς προσκυνητές των Αγίων Τόπων και όλα ήταν έτοιμα. Κανείς και τίποτε δεν μπορούσε να τον σταματήσει.
«Πηγαίνω να προσκυνήσω τον Πανάγιο Τάφο», είπε στην γυναίκα του. «Αν μου συμβεί κάτι και καθυστερήσω να επιστρέψω, μη φοβηθείς, ούτε να οργισθείς εναντίον μου. Ο Κύριος και η Μητέρα Του θα είναι μαζί μας. Μπορεί να μην έχω χρήματα να γυρίσω, οπότε κατ’ ανάγκην θα καθυστερήσω. Εσύ, Πελαγία, μη θορυβηθείς, μείνε μαζί με τα παιδιά στο σπίτι και μαζί με τον Θεό. Μη κλαις ούτε και για τα χρέη μας… Καθετί που θα συγκεντρώνω, θα το φέρω στο σπίτι μας για να εξοφλήσουμε τα χρέη μας…»
Κατόπιν, αφού παρηγόρησε τα παιδιά του, ασπάσθηκε τις άγιες Εικόνες, τον Τίμιο Σταυρό, ευχήθηκε καλή υπομονή στη σύζυγο και αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ…
Από το βιβλίο: Μητροπολίτου Κραγιόβας Νέστορος, αρχιμ. π. Ιωαννίκιου Μπαλάν, πρωτ. π. Κωνσταντίνου Γαλερίου, Ιεροσολύμας μοναχής, «Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας». Μετάφραση – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Άθω, 2002 (αποσπάσματα).
Ο άγιος Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ ο προσκυνητής