«ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθα-
ρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε·
δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» (Μτ 10:8)
Σήμερα είναι η Κυριακή των Αγίων Πάντων, κατά την οποία εορτάζουμε τη μνήμη όλων των Αγίων της Εκκλησίας μας. Την εορτή αυτή, μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την οποία εορτάσαμε την περασμένη Κυριακή, οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας την καθόρισαν θέλοντας κατά κάποιο τρόπο να δείξουν τι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος ενήργησε στο ανθρώπινο γένος. Το ότι δηλαδή ανθρώπους, όπως είμαστε και εμείς, το Άγιο Πνεύμα, εν Χριστώ, δηλαδή μέσα στην Εκκλησία, τους καθάρισε, τους αγίασε, και τους ανέβασε στο Θεό Πατέρα· άλλους μεν με το μαρτύριο του αίματος, άλλους δε με το μαρτύριο της συνειδήσεως. Όλους με την πίστη την «δι’ αγάπης ενεργουμένη».
Κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα και ανέβασε τον χοϊκό άνθρωπο. Αμαρτωλό μεν, μετανοημένο δε. Και βέβαια μεταξύ των αγίων πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι άγιοι Απόστολοι, και μάλιστα οι Δώδεκα, δηλαδή οι δώδεκα μαθητές, στους οποίους αναφερόταν το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα.
Ο Κύριός μας, όταν τους απέστειλε για πρώτη φορά σε ιεραποστολική περιοδεία, τους παρήγγειλε, αφ’ ενός μεν να κηρύττουν ότι πλησίαζε η βασιλεία των ουρανών, αφ’ ετέρου δε τους έδωσε διάφορα χαρίσματα· την εξουσία κατά πνευμάτων ακαθάρτων, δηλαδή να διώχνουν δαιμόνια, να θεραπεύουν ασθενείς, να καθαρίζουν λεπρούς, να ανασταίνουν νεκρούς.
Βλέπουμε λοιπόν ότι τα χαρίσματα που έδωσε ο Χριστός μας στους μαθητές του συνδέονταν άμεσα με το κήρυγμα της βασιλείας των ουρανών. Τα υπερφυσικά αυτά χαρίσματα δεν δόθηκαν απλώς για κάποιες ευεργεσίες, αλλά ήταν “σημεία”, σημάδια, αποδείξεις, ότι ήλθε στον κόσμο η βασιλεία αυτή.
Αλλά τι είναι αυτή η βασιλεία των ουρανών, ή όπως λέγεται αλλού, η βασιλεία του Θεού;
Όταν λέμε βασιλεία κάποιου επίγειου άρχοντα, βασιλέα, εννοούμε τη δύναμη και την ενέργεια με την οποία εξασκεί την εξουσία του. Έτσι και όταν λέμε βασιλεία του Θεού, εννοούμε την υπερφυσική δύναμη και ενέργεια του Θεού με την οποία δημιούργησε τον ορατό και αόρατο σε μας κόσμο, προνοεί γι’ αυτόν, τον κρατά στην τάξη, αλλά και όταν θέλει θαυματουργεί και αγιάζει τα πλάσματά του εκείνα που μπορούν να αγιαστούν.
Αυτή τη θεϊκή δύναμη και ενέργεια την έδωσε ο Κύριός μας δωρεάν, εξ ου και χάρις, στους μαθητές του, για να διώχνουν δαιμόνια, να θεραπεύουν αρρώστους, να ανασταίνουν νεκρούς. Έτσι τα θαύματα του Χριστού και των Αποστόλων αποτελούσαν εκδηλώσεις, φανερώσεις της χάριτος του Θεού, και απεδείκνυαν ότι ήλθε η βασιλεία των ουρανών. Δεν ήταν απλές φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, αλλά είχαν βαθιά θεολογική και σωτηριολογική σημασία.
Τα χαρίσματα αυτά του Αγίου Πνεύματος δεν δόθηκαν αποκλειστικά στους αγίους Αποστόλους, αλλά δόθηκαν και δίδονται σ’ όλη την Εκκλησία, σε όλα τα πραγματικά της μέλη.
O απόστολος Παύλος τα αναφέρει στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του, και μάλιστα με μια ιεραρχική σειρά. Το κατώτερο, αλλά και η βάση όλων των άλλων χαρισμάτων, είναι τα «γένη γλωσσών», τα οποία δεν είναι οι άναρθρες και ακατάληπτες κραυγές των Πεντηκοστιανών και άλλων αιρετικών, αλλά το χάρισμα συνεννοήσεως μεταξύ ανθρώπων που μιλούν διαφορετικές γλώσσες ή, κατά άλλη εκδοχή, η αδιάλειπτη προσευχή την οποία ενεργεί το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του ανθρώπου.
Πάνω από τα γένη γλωσσών είναι τα χαρίσματα της διοικήσεως της Εκκλησίας, της προστασίας των ορφανών, χηρών και πτωχών, των θεραπειών, των διαφόρων άλλων θαυμάτων, της διδασκαλίας, στην κορυφή δε των χαρισματούχων βρίσκονται οι Απόστολοι, οι οποίοι έχουν όλα τα χαρίσματα και αποτελούν το θεμέλιο της Εκκλησίας.
Γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η αξία και άλλο το αξίωμα. Το αξίωμα είναι κάτι που δίνεται από έξω και δεν δίνει πραγματικά αξία στον άνθρωπο, διότι δεν αλλάζει την ποιότητά του. Απλώς δίνεται για τη διακονία της κοινωνίας.
Αλλά και τα χαρίσματα που δίνει ο Θεός, δεν τα δίνει για να τα καμαρώνει ο άνθρωπος, πολύ δε περισσότερο για να τα εκμεταλλεύεται ιδιοτελώς. Τα δίνει «προς τον καταρτισμόν των αγίων», για τη διακονία της Εκκλησίας και της κοινωνίας.
Βέβαια, κατά κανόνα, ο Θεός δίνει κάποιο υπερφυσικό χάρισμα εκεί που υπάρχει κάποια αντίστοιχη ανθρώπινη αρετή. Π.χ. δίνει το χάρισμα των ιαμάτων, της θεραπείας διαφόρων ασθενειών, σε ανθρώπους που έχουν σε μεγάλο βαθμό τη φυσική αρετή της φιλανθρωπίας.
Αλλά και εδώ πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της αρετής του ανθρώπου και του υπερφυσικού θεϊκού χαρίσματος. Αν και το υπερφυσικό χάρισμα ως θεϊκή ενέργεια έχει ανυπολόγιστη αξία, εντούτοις δεν προσδίδει αξία σ’ αυτόν που το κατέχει. Σημασία για τον άνθρωπο έχει εκείνο που ο ίδιος είναι, και όχι τα εξωτερικά χαρίσματα. Εκείνο που δίνει αξία στον άνθρωπο είναι η αρετή και σε τελευταία ανάλυση η βασιλίδα και το επιστέγασμα των αρετών, που είναι η αγάπη.
Η αγάπη είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο χάρισμα. Χωρίς αυτή, όσα και όποια άλλα χαρίσματα και αξιώματα κι αν έχει ο άνθρωπος, δεν είναι τίποτε. «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι».
Αλλά ποια είναι η αγάπη η οποία δίνει πραγματική αξία στον άνθρωπο;
Μας την περιγράφει παρακάτω ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος. Κύριο χαρακτηριστικό της η ανιδιοτέλεια. Η αληθινή αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής». Δεν επιδιώκει το συμφέρον.
Δεν είναι ακόμη ένα απλό γλυκερό συναίσθημα αλλά θυσία. Τέτοια είναι η αγάπη του Χριστού, τέτοια πρέπει να είναι και η αγάπη του ανθρώπου. Και αυτή η θυσία συνήθως παίρνει τη μορφή της υπομονής. Η αγάπη «πάντα υπομένει». Υπομένει τον κόπο και τον πόνο προκειμένου να κάνει το θέλημα του Θεού αλλά και να σηκώσει αγόγγυστα και με ευχαριστία όσα θλιβερά επιτρέψει αυτός να έλθουν στην καθημερινή μας ζωή.
Συνήθως ζηλεύουμε, ποθούμε και επιδιώκουμε αξιώματα και χαρίσματα. Αυτά όμως χωρίς την αγάπη είναι ανώφελα και επιζήμια.
Ας ποθήσουμε, αλλά και ας βαδίσουμε την «καθ’ υπερβολήν οδόν» της ανιδιοτελούς, της θυσιαστικής αγάπης. «Υμίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν». Μας δόθηκε το χάρισμα όχι μόνο να πιστεύουμε στο Χριστό αλλά και να πάσχουμε γι’ αυτόν.
Αυτό το κατ’ εξοχήν χάρισμα, που δίνει ο Κύριος σ’ αυτούς που αγωνίζονται και κοπιάζουν, η πραγματική αγάπη, κάνει τον άνθρωπο να ομοιάζει με αυτόν και να ζει στον παράδεισο.
Μ’ αυτό το χάρισμα της αγάπης αξιοποιούνται και τα οποιαδήποτε άλλα χαρίσματα και αξιώματα, προς οικοδομή του σώματος της Εκκλησίας, όφελος της κοινωνίας, και δόξα του δωρεοδότου Κυρίου. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας