Η Μονή του οσίου Σεργίου, πλούσια σε πνευματικά αγαθά, υπήρξε στην αρχή εξαιρετικά φτωχή σε υλικά. Συχνά οι αδελφοί υπέφεραν τη στέρηση και των πιο απαραίτητων υλικών αγαθών. Μακριά από κατοικημένες περιοχές, αποκομμένοι απ’ όλο τον κόσμο μ’ ένα αδιαπέραστο δάσος γεμάτο άγρια θηρία, δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σε καμιά ανθρώπινη βοήθεια. Συχνά δεν είχαν ούτε νάμα, για να τελέσουν τη θεία Λειτουργία και έτσι με βαθιά λύπη έχαναν και αυτή την πνευματική παρηγοριά. Συχνά επίσης δεν είχαν σιτάρι για τα πρόσφορα, κερί για τις λαμπάδες, θυμίαμα για το θυμιατό, λάδι για τις καντήλες. Άναβαν ξύλα και με τέτοιο φωτισμό τελούσαν τις ακολουθίες. Όμως στο φτωχό και κακοφωτισμένο ναό οι ίδιοι έλαμπαν σαν λαμπάδες και η φλόγα της θείας αγάπης τούς έκανε πιο φωτεινούς κι από τις λαμπρότερες επτάφωτες λυχνίες.
Απλή και απέριττη ήταν η ζωή των μοναχών, όπως και όλα όσα τους περιέβαλλαν και όλα όσα χρησιμοποιούσαν: Τα ιερά σκεύη για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ήταν ξύλινα. Τα άμφια από απλό βαμμένο ύφασμα. Τα λειτουργικά βιβλία γραμμένα σε φλούδες δένδρων. Υπήρχε όμως ένα μεγαλείο στην υπερβολική αυτή φτώχεια και απλότητα.
Μερικές φορές υπέφεραν και από ολοκληρωτική στέρηση τροφής. Μάλιστα στην περίοδο που δεν ζούσαν σαν κοινόβιο, αλλά ο καθένας έπρεπε να εξοικονομεί μόνος του τα βιοτικά, ο ίδιος ο όσιος συχνά υπέφερε την έλλειψη τροφής. Είχε δε απαγορεύσει αυστηρά να βγαίνουν μοναχοί από το μοναστήρι και να ζητούν βοήθεια από τους κοσμικούς. Απαιτούσε όλοι να εμπιστεύονται τους εαυτούς τους στον πανάγαθο Θεό που τρέφει κάθε ζωντανό και ενδιαφέρεται με στοργή για όλα τα πλάσματά Του.
Κάποτε στερήθηκε και ο ίδιος επί τρεις ημέρες τη μοναδική του τροφή, δηλαδή το ψωμί. Το ξημέρωμα της τετάρτης ημέρας, κινημένος από την πείνα, πήρε το τσεκούρι και ήλθε σ’ ένα γέροντα της μονής, τον π. Δανιήλ, και του είπε:
– Άκουσα ότι θέλεις να επεκτείνεις τη σκεπή του κελλιού σου. Επειδή λοιπόν δεν θέλω να μένω άνεργος, επίτρεψέ μου να κάνω εγώ αυτή την εργασία.
– Είναι αλήθεια, απάντησε ο μοναχός Δανιήλ, ότι εδώ και πολύ χρόνο ήθελα να επισκευάσω τη σκεπή. Μάλιστα συγκέντρωσα τα απαραίτητα υλικά και περιμένω τον μαραγκό του χωριού. Δεν αποφασίζω όμως να σου αναθέσω την εργασία, γιατί θα θέλεις μεγάλη αμοιβή.
– Καμιά μεγάλη αμοιβή δεν ζητώ, αποκρίθηκε ο όσιος. Μόνο λίγο ψωμί, έστω και πολυκαιρισμένο.
Ο γέροντας Δανιήλ του έφερε ένα κόσκινο με ξερά και σκονισμένα κομμάτια ψωμί, αλλά ο όσιος του είπε:
– Δεν τα θέλω για χάρισμα. Χωρίς δουλειά δεν παίρνω αμοιβή.
Ασχολήθηκε όλη την ημέρα και το βράδυ τελείωσε με τη βοήθεια του Θεού την επέκταση της σκεπής. Πήρε τα ξεροκόμματα και αφού προσευχήθηκε άρχισε να τα τρώει. Ήταν τόσο πολυκαιρισμένα, που μερικοί μοναχοί είδαν να τινάζεται σκόνη καθώς τα έτρωγε και θαύμασαν την ταπείνωση και την υπομονή του.
Από το βιβλίο: Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ. Έκδοση έκτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2006, σελ. 39.