Ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής (1888-1970) σ’ όλη του τη ζωή βασανιζόταν από αρρώστιες, ήταν ευαίσθητος στα κρυολογήματα και κάθε χρόνο τον επισκεπτόταν η γρίπη… Τέλη Μαρτίου 1970 προσβλήθηκε από πνευμονία· ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή και με δυσκολία δέχθηκε να πάρει λίγο γάλα. Έδωσε σε όλους τις συμβουλές που ο καθένας είχε ανάγκη. Είχε το προορατικό χάρισμα. Στην προσπάθεια των πνευματικών του παιδιών να τον κρατήσουν με ορούς λίγες μέρες στη ζωή, παρακαλούσε κι έλεγε: «Αφήστε με, καλά μου παιδιά, να φύγω, ήρθε η ώρα μου».
«Γιατί, Γέροντα», τούλεγα, «δεν μένεις μαζί μας τούτο το Πάσχα;» Δίσταζε να μου απαντήσει. Και δεύτερη και τρίτη φορά τον παρακάλεσα να μου πη πώς ξέρει ότι θα φύγει σύντομα, κι εκείνος με δυσκολία μου αποκάλυψε: «Ευλογημένε Παύλε, είδα την Παναγία και τον Θεολόγο προ ολίγου και τους παρακάλεσα να μείνω κοντά στα παιδιά μου κι αυτό το Πάσχα, αλλά μου είπαν “Δεν γίνεται άλλο, ελήφθη η απόφαση, Πάσχα θα κάμεις στους Ουρανούς μαζί μας”. Κι αυτό το λέγω σαν εξομολόγηση, επειδή με βιάζεις, μη το πεις σε άλλους».
Κι έφυγε από τον κόσμο της ματαιότητας, αφού έδωσε τη ζωή του για τους άλλους, αφού εργάσθηκε σαν καλός εργάτης στον αμπελώνα του Κυρίου, αφού αρίστευσε στις εξετάσεις του στο στάδιο των πνευματικών ασκήσεων, αφού υπηρέτησε και Εκκλησία και Πατρίδα σαν καλός χριστιανός και ακέραιος Έλληνας. Κοιμήθηκε στις 16 Απριλίου 1970 σε πλήρη διαύγεια των αισθήσεών του. Το λείψανό του πήρε μορφή ουράνια, όψη χαρούμενη κι ειρηνική, απέραντη γαλήνη βασίλευε στο ασκητικό του πρόσωπο, πράγματι αγιασμένου ανθρώπου έκφραση, που εκοιμήθη εν Κυρίω…
Αξίζει να προσθέσω ένα γεγονός που δείχνει πως δεχόταν μυστικές κλήσεις για τη σωτηρία των άλλων και που θυμίζει τον μεγάλο Απόστολο των Εθνών που άκουσε τη φωνή του Μακεδόνος «διαβάς βοήθησον ημίν». Ο αείμνηστος γέροντας, ενώ βρισκόταν στο κελλί του στη Μονή της Πάτμου, ακούει κάποια Ελένη από την Ικαρία να τον καλεί να σπεύσει να τη σώσει. Δεν χάνει καιρό, κατεβαίνει στο λιμάνι του νησιού και ως εκ θαύματος βρίσκει ιστιοφόρο που έφευγε για την Ικαρία.
Θαλασσοδαρμένος φθάνει στον προορισμό του και αμέσως ερωτά αν υπάρχει κάποια Ελένη χήρα και πληροφορείται ότι προ ημερών έχασε τον άνδρα της· αμέσως ρώτησε να μάθει τον δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της χήρας γυναίκας. Δεν ζήτησε να αναπαύσει το κουρασμένο σαρκίο του, αλλά σπεύδει χωρίς καθυστέρηση, η φωνή της Ελένης τον ενοχλεί.
Εκεί που βάδιζε βλέπει μια έξαλλη γυναίκα να τρέχει απελπισμένη, τη φωνάζει με το όνομα της και λέγει: «Ελένη, πού πηγαίνεις, για σένα ήλθα». Και η πονεμένη γυναίκα συνέρχεται, βλέπει τον πνευματικό, σκέπτεται αυτό που θα έκαμνε και εξομολογείται ότι τη στιγμή εκείνη πήγαινε να πνιγεί στη θάλασσα. Η γυναίκα σώθηκε, το θαύμα έγινε, όπως η ίδια μου το εξιστόρησε…
Η αδελφή Ευφροσύνη με βεβαίωσε ότι όταν πήγε να ασπασθεί τον τάφο του Γέροντα, αισθάνθηκε τέτοια ευωδία, ώστε στη συνείδησή της στέκει σαν ένας πατερικός άγιος, ο οποίος πράγματι έχει αγιάσει.
Ένα άλλο πνευματικό του τέκνο, η Μ.Κ., μου διηγήθηκε ότι τον Νοέμβριο του 1954 επισκέφθηκε τον Γέροντα στην Πάτμο και τη φιλοξένησε στο Ιερό Κοινόβιο του Ευαγγελισμού. Επί δύο ήμερες παρέμενε στον πύργο του Μοναστηριού· την τρίτη ημέρα ο αείμνηστος επέμενε να μη κοιμηθεί πλέον στο μέρος αυτό, πράγμα που έγινε. Τη νύκτα εκείνη έπεσε ακριβώς σε αυτό το κρεβάτι κεραυνός. Μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο γεγονός η σωτηρία ενός ανθρώπου με την επιμονή του πνευματικού πατρός;
(Αρχιμ. Παύλου Νικηταρά)
Από το βιβλίο: Ψυχοσωτήρια Διδάγματα Συγχρόνων Γερόντων. Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη, σελ. 43.
Η κοίμηση του οσίου Αμφιλοχίου και σημεία της αγιότητάς του