Από μια πλευρά όλα από τον Ευαγγελισμό αρχίζουν. Όλα βέβαια αρχίζουν από την Αγία Τριάδα, αλλά, ας πούμε, δια μέσου του Ευαγγελισμού, και καταλήγουν πάλι στην Αγία Τριάδα. Από κάποια πλευρά λοιπόν στην γιορτή του Ευαγγελισμού έχουμε την αρχή και το τέλος. Και όλα αυτά, ακριβώς για να μας βοηθούν να ενθυμούμαστε τι πρέπει να κάνουμε. Αρχίσαμε κάποτε με το να βαπτισθούμε. Δηλαδή άρχισε με τη βάπτισή μας να ζει μέσα μας ο Χριστός και ο Χριστός το έργο αυτό που ανέλαβε θέλει να φέρει εις πέρας. Η για να το πούμε καλύτερα, ο Χριστός που άρχισε να ζει μέσα μας θέλει ν’ αυξηθεί ή μάλλον ν’ αυξήσει εμάς, για να φθάσουμε «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματός του» (Εφ. 4:13).
Τι να πούμε, αδελφοί μου; Νομίζω ότι δεν πρέπει να υπάρχουν άλλοι άνθρωποι ευτυχέστεροι από μας τους χριστιανούς. Όχι απλώς από μας που βρισκόμαστε τώρα εδώ στον ναό αλλά από τους χριστιανούς. Μας αξίωσε ο Θεός να τον γνωρίσουμε και να μας δεχθεί. Μας δέχθηκε, συγχώρησε και συγχωρεί τις αμαρτίες μας, μας ανέλαβε και μας αναλαμβάνει συνεχώς και όλο και πιο πολύ μας κάνει δικούς του και μας οδηγεί μέρα με την ημέρα στη Βασιλεία του.
Η οποία Βασιλεία του έρχεται, αλλά είναι και παρούσα, όπως και απόψε που ήμασταν στη Βασιλεία του Θεού, που είμαστε στη Βασιλεία του Θεού. Και είμαστε, όχι μόνο διότι βρισκόμαστε μέσα στον ναό, όχι μόνο διότι ετελέσθη το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αλλά διότι όλα αυτά είναι μέσα στο μυστήριο του Χριστού, μέσα στην αποκάλυψη του Χριστού, και μέσα σ’ αυτή την αποκάλυψη, μέσα σ’ αυτό το μυστήριο του Χριστού, αξιωνόμαστε να είμαστε κι εμείς. Τι άλλο να ζητήσουμε οι άνθρωποι; Τι άλλο να θελήσουμε; Τι άλλο να ποθήσουμε;
Βέβαια, υπάρχουν ακόμη πολλοί χριστιανοί που είναι δυστυχείς, υπάρχουν ακόμη πολλοί χριστιανοί που αμφιβάλλουν, εάν όντως ο Κύριος μπορεί να μας κάνει πανευτυχείς. Είναι ίσως ακόμη στενόψυχοι ή μπερδεύονται ακόμη από κάποιες αμφιβολίες ή χαρίζονται ακόμη σε κάποιες επιθυμίες τους, σε κάποια πάθη τους, και μένουν στο σκοτάδι και μένουν μακράν της Χάριτος του Θεού.
Όμως, όποια στάση κι αν πάρει ο καθένας, όπως κι αν νομίζει και όπως κι αν ζει ο καθένας, το έργο του Θεού δεν καταργείται. Βρέθηκε κάποτε κάποιο πρόσωπο από μέρους των ανθρώπων, η Παναγία, η οποία είπε το «ναι» στον Θεό, και το είπε το «ναι» οριστικά και αμετάκλητα, και «ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω. 1:14). Η Μαρία, η αγία αυτή κόρη, που είπε το «ναι» –«Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38)– έγινε η μητέρα του Χριστού, έγινε η Παναγία.
Αλλά δι’ αυτής κι εμείς, όλοι όσοι θέλουμε, όλοι όσοι πιστεύουμε, δεχόμαστε τον Χριστό και κατά την πίστη μας και κατά το δόσιμό μας, γινόμαστε κι εμείς, ό,τι θέλει να μας κάνει ο Κύριος, μας κάνει κι εμάς ο Κύριος, ό,τι θέλει να μας κάνει. Ο ίδιος δεν είπε: «Μητέρα μου και αδέλφια μου είναι όλοι αυτοί που ακούν τον λόγο του Θεού και τηρούν τον λόγο του Θεού, τηρούν το θέλημα του Θεού»; (Ματθ. 12:46-50)
Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να κάνει μεγάλα πράγματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι λίγο να σκεφθεί σοβαρά, λίγο να σκεφθεί ως λογικός άνθρωπος που είναι και να δει και να προσέξει τι έκανε και τι κάνει ο Θεός γι’ αυτόν, να πιστέψει και να δεχθεί τον λόγο του Θεού και να τον τηρήσει. Έτσι θα ανταποκριθεί στην κλήση και στην αγάπη του Θεού. Μετά, γίνεται κανείς αδελφός του Χριστού, γίνεται συγγενής του Χριστού, γίνεται τρόπον τινά μητέρα του Χριστού. Το είπε ο ίδιος. Αλλά δεν γίνεται κανείς αδελφός του Χριστού, μητέρα του Χριστού, συγγενής του Χριστού, δεν γίνεται κανείς άνθρωπος του Χριστού, έτσι μαγικά ή, απλώς επειδή θα το ποθήσει.
Λίγο-πολύ ο κάθε άνθρωπος θα βρεθεί σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα να πει το «ναι» ή να μην πει το «ναι» στον Θεό, όπως η Παναγία, στην οποία ήλθε ο αρχάγγελος και της είπε τι θέλει απ’ αυτήν ο Θεός. Και ενώ αυτό ήταν ανθρωπίνως αδιανόητο, η Παναγία, αφού βεβαιώθηκε ότι αυτό το αναλαμβάνει να το κάνει ο ίδιος ο Θεός, το Άγιο Πνεύμα, χωρίς δισταγμό είπε: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
Καθένας θα βρεθεί σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα. Όλη η ζωή μας αυτό είναι: η Χάρις του Θεού από δω, από κει, μας περιτριγυρίζει σαν άγγελος, ή αν θέλετε, ο άγγελός μας προσπαθεί να μας πείσει να πούμε το «ναι», και άμα πούμε το «ναι», ο Λόγος γίνεται σαρξ. Ο Χριστός όντως έρχεται μέσα μας, όντως αρχίζει να κυοφορείται μέσα μας, όντως μας αναλαμβάνει, και έτσι χριστοποιούμεθα και αυξανόμεθα εν Κυρίω.
Και τίποτε να μην έχει κανείς απ’ αυτά, αυτή την ώρα που γιορτάζουμε αυτή τη μεγάλη γιορτή, μόνο να τα πιστέψει ότι είναι έτσι, μόνο να πιστέψει ότι είναι και γι’ αυτόν. Έκανε τι έκανε μέχρι τώρα κανείς –ήταν ξεχασμένος, δεν πρόσεξε– όμως αυτή την ώρα ξυπνάει και λέει: «Τι κάνει ο Θεός για μας; Τι κάνει ο Θεός για μένα;»
Και αν αυτό το προσέξει κανείς και πιστέψει, απ’ αυτή τη στιγμή αρχίζει να είναι ο ευτυχέστερος άνθρωπος. Όχι γιατί κέρδισε τίποτε, αλλά διότι βρήκε τον Θεό, διότι αρχίζει να έχει πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Δεν ακούει πλέον απλώς γι’ αυτό, ούτε το πιστεύει θεωρητικά, δηλαδή το πιστεύει, επειδή του το λένε, αλλά νιώθει ότι το γεγονός αυτό έγινε και γι’ αυτόν, ότι το γεγονός αυτό είναι και γι’ αυτόν, το γεγονός αυτό αρχίζει να γίνεται από τώρα μια πραγματικότητα και γι’ αυτόν.
Ελπίζω, αδελφοί μου, ότι όλοι θα πούμε το «ναι» και ότι θα φύγουμε όλοι από δω, αφού θα έχουμε πει το «ναι», θα φύγουμε όλοι από δω, με τη βεβαιότητα ότι ο Κύριος δέχθηκε το «ναι» μας και με τη βεβαιότητα ότι ο Κύριος άρχισε να ζει μέσα μας.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 306.