Όταν η αγία Ανυσία αποχωρίσθηκε τα άνετα και πολυτελή ενδύματα μαζί με τα άλλα υλικά αγαθά (που παρέλαβε μετά τον θάνατο των γονιών της), αυτή η οποία και πριν απ’ τα τελευταία γεγονότα είχε εξίσου απομακρυνθεί απ’ όλα τα κοσμικά και από κάθε φρόνημα που σύρει τον άνθρωπο προς τα γήινα, ντύθηκε ένα απλό και ευτελές τριβώνιο (τριμμένο ένδυμα), για να μπορεί να πραγματοποιεί την ευαγγελική αποστολή κόσμια και ευκίνητα και να καλύπτει ταυτόχρονα με εύστοχο τρόπο την νεανική και πανέμορφη όψη της σαν προδοτική και επικίνδυνη.
Γυρνούσε έτσι την πόλη ευεργέτις όλων και πρύτανις σωτηρίας για τους ανήμπορους. Επισκεπτόταν ασθενείς, προστάτευε τις χήρες, έντυνε τους γυμνούς, χόρταινε πεινασμένους και για όλους γενικά που σε οποιαδήποτε περίσταση της ζωής τους βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, κατέφθανε όπως το πουλί από ψηλά, ολοπρόθυμη βοηθός και σαν θεία προστασία και αντίληψη για τη λύτρωσή τους.
Μα πάνω απ’ όλα η φροντίδα της στρεφόταν προς τους καλλίνικους μάρτυρες του Χριστού· σ’ όσους δηλαδή μετά από ατέλειωτα και ανυπόφορα βάσανα που δοκίμαζαν, έφταναν και στη φυλακή ακόμη και συνέχιζαν να ταλαιπωρούνται με πείνα και δίψα και χρόνια κακομεταχείριση.
Αληθινά είχε λιώσει από την πολλή της αγάπη γι’ αυτούς. Ήταν δεμένη μαζί τους με κάποια άλυτα δεσμά αγάπης και ζητούσε να γίνει μέτοχος των παθημάτων και της αθλήσεώς τους για τον Χριστό. Γι’ αυτό λοιπόν και εξαγόραζε με χρήματα από τους φύλακες την άδεια να επικοινωνεί μαζί τους· έμπαινε στις φυλακές και τι δεν έλεγε και έκανε απ’ αυτά που μπορούν να εκφράσουν τον πόθο μιας τέτοιας ψυχής!
Ριγμένη δίπλα στα αγιασμένα πόδια τους, τα σκέπαζε, τα σπόγγιζε, καταφιλούσε τα τραύματα· τα μάτια, τα χέρια και όλα τα μέλη της τα έχριε με το αγιασμένο υγρό που έτρεχε από τα τραύματα αυτά. Τους καλοτύχιζε για τα παθήματά τους χάριν του Χριστού, για τον ζήλο τους και για την ψυχική αντίσταση που πρόβαλλαν.
Έκπληκτη για την σχεδόν υπεράνθρωπη καρτερικότητά τους, τους προετοίμαζε με λόγια ενθαρρυντικά για τον υπόλοιπο αγώνα. Και ύστερα τους θερμοπαρακαλούσε με ικετευτικά λόγια, αναμειγμένα με τα ασταμάτητα γλυκά δάκρυα του πόθου της, να την πάρουν κι αυτήν κοινωνό στα παθήματά τους και στον θάνατο.
Μετά απ’ αυτά έπλενε με ευλάβεια τα χέρια και τα πόδια τους και τους ανακούφιζε από την μεγάλη εκείνη ταλαιπωρία των πληγών· αλλ’ όμως δεν παρέλειπε και να τους προμηθεύει πολύ άφθονα και γενναιόδωρα όλα τα απαραίτητα και κατόπιν έβγαινε από ‘κει. Ή καλύτερα τα πόδια έβγαζαν το σώμα και το μετέφεραν από ‘κει, υπάκουα στον φυσικό νόμο· ενώ η ψυχή, κι όταν αυτά έφευγαν, αρεσκόταν να μένει, ξεπερνώντας, και πριν από τον θάνατο, ολότελα τον φυσικό δεσμό χάρις στον ασάλευτο πόθο της για τον Θεό.
Αυτό το αποτέλεσμα έχει ο θεϊκός έρωτας, όταν κατακτήσει μια γενναία ψυχή! Όχι μόνο από τον κόσμο και τις κοσμικές φροντίδες ευκολότατα και – όσο δύσκολα θα το ‘λεγε κανείς – με άνεση την βγάζει, αλλά και αυτήν την ίδια την απομακρύνει κατά υπερφυσικό τρόπο από τον εαυτό της και απ’ αυτό που μαζί της συνδέεται κατά φύσιν (δηλαδή το σώμα), όπως λέει η θεϊκή φωνή «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. 16:24).
Από το βιβλίο: Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, “Η οσιομάρτυς Ανυσία εκ Θεσσαλονίκης. Έκδοση Ι. Ησ. “Το Γενέσιον της Θεοτόκου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2008, σελ. 29.