Ο μέγας Μαρκιανός τα μεσάνυχτα, οπότε πίστευε ότι δεν πρόκειται να τον δει κανείς, είχε τη συνήθεια να πηγαίνει σε έναν γνωστό του τραπεζίτη, να χαλά χρυσά νομίσματα, παίρνοντας πολλά χάλκινα, ώστε να έχει να μοιράζει στους φτωχούς, και αμέσως να επιστρέφει. Ο τραπεζίτης, βρίσκοντας ευκαιρία κέρδους στο σκοτάδι της νύχτας, ζύγιζε τα χρυσά με λειψό ζύγι, εκείνος όμως δεν του έλεγε τίποτε ούτε έκανε κανέναν έλεγχο, αφήνοντας προφανώς το θέμα στη συνείδηση αυτού που ζύγιζε.
Όταν τούτο έγινε πολλές φορές, και ο Μαρκιανός έκανε πως δεν καταλάβαινε και δεν τον μάλωνε, ο τραπεζίτης, κατάπληκτος, βλέποντας και την ώρα, ότι δηλαδή ήταν μεσάνυχτα, άρχισε να σκέφτεται το καλό και οι υποψίες του να πλησιάζουν την αλήθεια και να είναι αντάξιες του τρόπου ζωής του Μαρκιανού. Έτσι διέταξε έναν υπηρέτη του να τον ακολουθήσει καθώς θα φεύγει, ώστε να μάθει πού καταλήγουν εκείνα τα χρήματα.
Ο υπηρέτης πράγματι ακολούθησε τον Μαρκιανό. Όταν ο άγιος άνθρωπος βρήκε στον δρόμο του έναν φτωχό νεκρό επάνω στο στρώμα, πήρε, κατά τη συνήθειά του, από κάποιο καπηλειό τα απαραίτητα και έλουσε και σαβάνωσε τον νεκρό. Στη συνέχεια, αφού ο νεκρός αναστήθηκε, όπως είπαμε παραπάνω, (*) τον ασπάστηκε, τον πλάγιασε και συνέχισε τον δρόμο του.
Ο υπηρέτης, βλέποντας αυτά, κυριεύτηκε από φρίκη και, αφού γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τα είπε όλα στον τραπεζίτη. Εκείνος μετάνιωσε για ό,τι έκανε και έκλαιγε για τις τόσες αδικίες του προς τον όσιο και ελεγχόταν από τη συνείδησή του. Γι’ αυτό και μόλις ξαναπήγε σε αυτόν ο άγιος για να χαλάσει χρυσά νομίσματα, ο τραπεζίτης έπεσε στα πόδια του και ομολόγησε όσα κακά έκανε και του έδινε πίσω όλα όσα είχε αρπάξει. Έτσι μία καλή πράξη, που γίνεται σιωπηρά, μπορεί να κάνει περισσότερα από τα πολλά λόγια· και εκείνους που δεν τους ωφέλησαν καθόλου οι έλεγχοι και οι συμβουλές, αυτούς ένα αξιέπαινο έργο, το οποίο έγινε αθόρυβα και άγγιξε μυστικά τη συνείδησή τους, τους βελτίωσε και τους έκανε να στραφούν αυθόρμητα στο καλό.
Ο Μαρκιανός ωστόσο του απάντησε ότι διόλου δεν αδικήθηκε και στη συνέχεια απομακρύνθηκε και από αυτά που του έδινε και από τον ίδιο. Δεν ήταν ότι τον απέφευγε ως κακό άνθρωπο – άλλωστε όχι απλώς τον συγχώρησε, αλλά και τον βεβαίωσε ότι τον θεωρεί πολύ φίλο του. Ο λόγος ήταν για να αποφύγει τη βλάβη που συνοδεύει τη μάταιη δόξα και επειδή ήθελε να μη μάθει κανένας άνθρωπος τις πράξεις του, αλλά να τις έχει κρυμμένες μόνο για τον Θεό.
(*) Όπως αναφέρει στα προηγούμενα η διήγηση αυτή, ο άγιος Μαρκιανός, ανάμεσα στις άλλες αγαθοεργίες του, φρόντιζε παραπεταμένους φτωχούς νεκρούς. Αφού έλουζε και σαβάνωνε κάποιον νεκρό, του ζητούσε τον αδελφικό ασπασμό, οπότε εκείνος ανασταινόταν και μετά τον ασπασμό πέθαινε πάλι (Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Μαρκιανού, § ιζ’, PG 114, 449).
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΗ’ (38), σελ. 322. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.