Πρόκειται μπροστά μας υψωμένος ο πανσέβαστος σταυρός. Ας αναφέρουμε τα της καθιερώσεως της πανηγύρεως.
Φυλλομετρούμε την Ιστορία και βρίσκουμε το έτος 326. Η ισαπόστολος Ελένη, ηλικιωμένη πια, στέλνεται από τον γιο της αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο στους Αγίους Τόπους. Ανακαλύπτει στα Ιεροσόλυμα τον Πανάγιο Τάφο και πάνω του χτίζει τον ναό της Αναστάσεως. Μαζί δε με τον ζωοποιό Τάφο ανακαλύπτει και τον ζωοποιό σταυρό με τα τρία (ή κατά διαφορετικές πηγές τέσσερα) καρφιά του.
Τη διήγηση της ευρέσεως του σταυρού μάς τη δίνει ο Συναξαριστής. Η αυγούστα δηλαδή αποτάνθηκε σε κάποιον Ιουδαίο ονομαζόμενο Ιούδα που ήξερε το σημείο του Γολγοθά. Τον πίεσε να της το φανερώσει, και επειδή δυστροπούσε τον πέταξε σε ξεροπήγαδο μια βδομάδα χωρίς τροφή ή νερό – τότε διέθεταν δραστικά… μέσα!
Η στέρηση τον «λογίκεψε», ώστε επισήμανε την τοποθεσία. Μα δεν βρισκόταν ο παμπόθητος σταυρός. Με δέηση τότε της αγίας σείσθηκε η γη, ώστε αναδόθηκε ευωδία από την κατεύθυνση του κρυμμένου σεβάσματος. Ο Ιούδας πίστεψε και αφού έσκαψαν φανερώθηκαν οι τρεις σταυροί κάτω από θαλερό βασιλικό. Ξεχώρισαν το Τίμιο Ξύλο μόλις με εισήγησή του το άγγιξαν πάνω σε κηδευόμενο νεκρό που αναστήθηκε – θαύμα που δεν είχαν επιτύχει οι σταυροί των δυο ληστών. Ανασύρθηκαν και οι ήλοι μετά από προσευχή, οπότε έλαμψε το μέρος όπου ήσαν χωμένοι.
Επειδή ήσαν παρόντες άπειροι ευσεβείς και ήταν δύσκολο να προσκυνήσουν τον πανάχραντο σταυρό, ζήτησαν να τον δουν έστω. Έτσι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Α’ τον σήκωσε σε κοινή θέα ενώ οι πάντες έψαλλαν από τα μύχια τους το Κύριε ελέησον. Έκτοτε άρχισε η εορτή της Υψώσεως.
Ο Ιούδας βαπτίσθηκε Κυριακός και μαρτύρησε (τιμάται στις 28 Οκτωβρίου) αφού προηγουμένως φέρεται ότι αρχιεπισκόπευσε στα Ιεροσόλυμα. Η δε βασίλισσα Ελένη επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη συναποκόμισε ένα τμήμα του Τιμίου Ξύλου και τους ήλους. Το παιδί της έβαλε από τους ήλους στο στέμμα του – κατ’ άλλους στην περικεφαλαία του – και στο χαλινάρι του ίππου του κατά χωρίο του προφήτη Ζαχαρία που μιλάει για κάποιο κόσμημα χαλινού, άγιο του Κυρίου (14.20).
Η εύρεση μνημονεύεται στις 6 Μαρτίου. Επειδή ωστόσο πέφτει μέσα στην πένθιμη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, που στις καθημερινές της τουλάχιστον ημέρες δεν επιδέχεται πανηγύρεις, μετατέθηκε στην Γ’ Κυριακή των Νηστειών, της Σταυροπροσκυνήσεως – μετατέθηκαν όμοια και μνήμες επισήμων αγίων.
Ήρθε όμως δεύτερο γεγονός και η γιορτή διπλασιάσθηκε. Τι συνέβη; Το 614 οι Πέρσες κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα και απήγαγαν τον πάντιμο σταυρό. Μα ο αυτοκράτορας Ηράκλειος μετά από δεκατέσσερα χρόνια τους κατατρόπωσε και τον ανέκτησε και τον επέστρεψε στη Σιών.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 628 ανυπόδητος και ντυμένος φτωχικά στη διάρκεια λιτανείας τον μετέφερε στον ώμο του και τον αποκατέστησε στον ναό της Αναστάσεως. Εκεί ο πατριάρχης άγιος Ζαχαρίας (21 Φεβρουαρίου) τον ύψωσε ψηλά, ενώ τα πλήθη έψαλαν εν χορώ «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου…» – τις ανεπανάληπτες συγκλονιστικές στιγμές επαναλαμβάνει σε μικρογραφία η τελετή της Υψώσεως, που λαμβάνει χώρα στο τέλος της δοξολογίας, ή μετά τη Λειτουργία.
Έκτοτε η συγκεκριμένη λαμπρή εορτή καθιερώθηκε επί παγχριστιανικού επιπέδου παράλληλα με τη Σταυροπροσκύνηση της Γ’ Κυριακής των Νηστειών. Κατά το Τυπικό η Ύψωση θεωρείται ισοστάσια της Μεγάλης Παρασκευής και γι’ αυτό επιβάλλεται αυστηρή νηστεία.
Ιερομόναχος Ιουστίνος