Στα χρόνια του μακαρίου αρχιμανδρίτη της Λαύρας των Σπηλαίων Ελισσαίου Πλετενέτσκυ (17ος αι.), σκάβοντας οι πατέρες για ν’ ανοίξουν ένα τάφο κοντά στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου, ανακάλυψαν απροσδόκητα το σεπτό σκήνωμα της αγίας Ιουλιανής της παρθένου. Το σώμα της ήταν άφθαρτο και ακέραιο.
Η αγία κοιτόταν στο μνήμα της σαν κοπέλλα ζωντανή, που μόλις είχε αποκοιμηθή. Ήταν ντυμένη με πολύτιμο, μεταξωτό και χρυσοποίκιλτο ένδυμα. Στο λαιμό της ήταν κρεμασμένο περιδέραιο με χρυσά νομίσματα και μαργαριτάρια. Στο νεανικό της κεφάλι ήταν τοποθετημένο χρυσό στεφάνι με διαμάντια. Στα χέρια χρυσά δαχτυλίδια και στ’ αυτιά σκουλαρίκια με πολύτιμα πετράδια.
Το παρθενικό σώμα είχε ενταφιασθή σύρριζα στον τοίχο του παρεκκλησίου, με το κεφάλι προς το νότο. Πάνω στη νεκρική λάρνακα υπήρχε μία πέτρα, που έφερε σκαλισμένο το έμβλημα των πριγκίπων Ολσάνσκυ. Μια ασημένια πινακίδα, κολλημένη στο καπάκι της λάρνακας, έγραφε: «Πριγκίπισσα Ιουλιανή Ολσάνσκυ, θυγατέρα του πρίγκιπα Γρηγορίου Ολσάνσκυ. Εκοιμήθη παρθένος το 16ο έτος από τη γέννησή της».
Οι πατέρες ανακόμισαν το τίμιο λείψανο στην εκκλησία. Το άφησαν όμως εκεί χωρίς ν’ ασχοληθούν περισσότερο μ’ αυτό. Πέρασε καιρός. Μητροπολίτης Κιέβου ήταν ο περίδοξος Πέτρος Μογίλας (*). Εμφανίστηκε σ’ αυτόν, σε θαυμαστό όραμα, η αγία πριγκίπισσα Ιουλιανή και του είπε αυστηρά:
– Γιατί, πανιερώτατε, επιτρέπεις να δείχνουν τέτοιαν ασέβεια στο παρθενικό μου σώμα; Ο Κύριος το δόξασε με αφθαρσία! Αλλά να! Οι μοναχοί της Λαύρας από ολιγοπιστία το έχουν εγκαταλείψει σε μια γωνιά της εκκλησίας και δεν του απονέμουν την τιμή που πρέπει σε άγια λείψανα. Ως πότε θα το ανέχεσαι;
Τρομαγμένος ο ιεράρχης από την εμφάνιση της αγίας παρθένου, κίνησε αμέσως για τη Λαύρα. Προσκύνησε με σεβασμό το τίμιο λείψανο και έδωσε εντολή να το ευτρεπίσουν και να το τιμούν σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση και τάξη. Παράλληλα παρήγγειλε να κατασκευάσουν καινούργια λειψανοθήκη και πολύτιμα καλύμματα για την τοποθέτηση και το στολισμό του.
Σε λίγες ημέρες έγινε η πανηγυρική ανακομιδή του αγίου λειψάνου από το μητροπολίτη Πέτρο και όλη τη σύνοδο των επισκόπων της Ρωσίας. Το σεπτό σκήνωμα τοποθετήθηκε σε τιμητική και περίοπτη θέση, αποτελώντας από τότε πηγή αγιασμού για τους πιστούς που προστρέχουν με ευλάβεια σ’ αυτό.
Η παράδοση διασώζει και την παρακάτω διήγηση, που σχετίζεται με το τίμιο σκήνωμα της αγίας Ιουλιανής.
Εμφανίστηκε στη μονή κάποιος άγνωστος και ζήτησε να προσκυνήση τα θαυματουργά λείψανα των οσίων πατέρων των Σπηλαίων. Ήταν σοβαρός και λιγομίλητος. Στο πρόσωπο και σ’ όλη τη συμπεριφορά του έβλεπε κανείς μια βαθειά πίστη και ευλάβεια. Όπως αποδείχθηκε όμως αργότερα, η ευλάβεια ήταν το προσωπείο που έκρυβε το πρόσωπο του λύκου.
Αφού προσκύνησε τα οσιακά σκηνώματα, παρακάλεσε το διάκονο Λιβέριο, που ήταν τότε εκκλησιαστικός, να του ανοίξη και τη λάρνακα της αγίας Ιουλιανής. Ανύποπτος ο π. Λιβέριος και ξεγελασμένος από την υποκριτική ευλάβεια του προσκυνητή, άνοιξε τη λάρνακα κι απομακρύνθηκε για λίγο. Βρήκε τότε την ευκαιρία ο ανόσιος άγνωστος, απέσπασε το πολύτιμο δαχτυλίδι που είχε η αγία στο δεξί της χέρι και το έχωσε επιδέξια στον κόρφο του. Έπειτα, βλέποντας τον εκκλησιαστικό να επιστρέφη, έβαλε μια τελευταία στρωτή μετάνοια στο άγιο λείψανο και βγήκε από την εκκλησία.
Δεν πρόλαβε όμως να κάνη ένα βήμα πέρα από το κατώφλι της εξόδου και δαιμονίστηκε! Έπεσε κάτω κι άρχισε να χτυπιέται, ν’ αφρίζη και να ουρλιάζη σαν άγριος λύκος. Σε λίγα λεπτά ξεψύχησε!
Ο εκκλησιαστικός έτρεξε έντρομος ν’ αναγγείλη το φρικτό γεγονός στον ηγούμενο, αρχιμανδρίτη Ελισσαίο. Σε λίγο μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί γύρω από το πτώμα και απορούσαν για τον ξαφνικό και αποτρόπαιο θάνατο του προσκυνητή. Ο ηγούμενος έδωσε εντολή να εξετάσουν προσεκτικά το νεκρό. Δεν άργησαν να βγάλουν από τον κόρφο του το κλεμμένο δαχτυλίδι.
– Από πού μπορεί να έκλεψε αυτό το δαχτυλίδι; ρώτησε ο ηγούμενος τον εκκλησιαστικό.
Εκείνος το πήρε στα χέρια του, το περιεργάστηκε, μα δεν θυμήθηκε τίποτε. Γύρισε σ’ όλες τις εικόνες και δεν βρήκε να λείπη κάτι.
Τότε σκέφτηκε ν’ ανοίξη τη λειψανοθήκη της αγίας Ιουλιανής. Και δεν δυσκολεύτηκε να διαπιστώση ότι το δαχτυλίδι είχε αφαιρεθή από το δεξί της χέρι.
Την ώρα εκείνη παρουσιάστηκε συμπτωματικά ένας ευσεβής κάτοικος του Κιέβου, ο Βαρθολομαίος, γνωστός στους πατέρες της μονής. Έριξε μια ματιά στον άψυχο ιερόσυλο κι έβαλε φωνή:
– Άααα! Πώς βρέθηκε αυτός εδώ; Πώς πέθανε; Τον γνωρίζω! Είναι ο ασεβέστατος, ο αιρετικός Βασίλειος!
Μετά απ’ αυτό ο ηγούμενος Ελισσαίος έδωσε εντολή να κρεμάσουν το δαχτυλίδι στη θαυματουργό εικόνα της Θεοτόκου, ανάμεσα στ’ άλλα ιερά αναθήματα, και τον ιερόσυλο να τον θάψουν έξω από τη μονή.
Αναφέρεται ακόμη ότι ο αοίδιμος Θεοδόσιος Σαφόνοβιτς, ηγούμενος της μονής του αρχιστρατήγου Μιχαήλ Ζλατοβέρχι του Κιέβου, δεν είχε προσκυνήσει ποτέ το σεπτό λείψανο της αγίας Ιουλιανής. Μια μέρα όμως ήρθε άρον-άρον στη μονή και παρακάλεσε τον εκκλησιαστικό να τον οδηγήση αμέσως στη λειψανοθήκη της αγίας.
– Μην παραξενεύεσαι, του εξήγησε, που με βλέπεις έτσι αναστατωμένο. Σήμερα το πρωί, μετά την ορθρινή ακολουθία, αποσύρθηκα όπως πάντα στο κελλί μου. Εκεί αποκοιμήθηκα. Εμφανίστηκε τότε στον ύπνο μου ένας σεβάσμιος χορός αγίων παρθένων, μέσα σ’ εκτυφλωτικό φως θείας δόξης. Μια αγία ξεχώρισε από τις άλλες, στράφηκε σε μένα και είπε: «Είμαι η πριγκίπισσα Ιουλιανή η παρθένος. Το άφθαρτο σώμα μου αναπαύεται στην εκκλησία της Λαύρας των Σπηλαίων. Επειδή όμως το περιφρονείς και δεν του αποδίδεις την πρέπουσα τιμή, ο Κύριος μ’ έστειλε για να σου γνωστοποιήσω ότι μ’ έχει συγκαταριθμήσει στην τάξη των αγίων παρθένων που τον ευαρέστησαν». Αμέσως ξύπνησα και ήρθα εδώ βιαστικά, να προσκυνήσω την αγία και να ζητήσω συγγνώμη για την παράλειψή μου, καθώς και τις προσευχές της προς τον Κύριο που τη δόξασε.
Με τις πρεσβείες της αγίας παρθένου Ιουλιανής, είθε να συναριθμηθούμε κι εμείς στο χορό εκείνων που ευαρέστησαν το Θεό.
(*) Γόνος μολδαβικής οικογένειας ευγενών, γεννήθηκε στην Πολωνία (1595) και εκοιμήθη στο Κίεβο (1647). Μοναχός της Λαύρας των Σπηλαίων (1625) και ηγούμενός της (1627), κατέστησε τη μονή κέντρο αναδράσεως κατά της λατινικής ουνίας. Το 1633 εξελέγη μητροπολίτης Κιέβου. Είναι γνωστός από την περίφημη Ορθόδοξη Ομολογία του.
Από το βιβλίο: Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου. Έκδοση δεκάτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2009, σελ. 292.