
Η ωραία Κυράννα ήταν από το χωριό Βυσόκα (σημ. Όσσα) κοντά στην Θεσσαλονίκη, και η ζωή της ήταν αγνή και ευσεβής, μέχρι την ημέρα που ένας γενίτσαρος επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων, κυριευμένος από σατανικό έρωτα γι’ αυτήν, άρχισε να ασκεί πάνω της αφόρητη πίεση με τα επίμονα διαβήματά του. Η νεαρά κόρη παρέμενε ανένδοτη και ο απογοητευμένος εραστής την οδήγησε δια της βίας στον δικαστή της Θεσσαλονίκης όπου, παρουσιάζοντας άλλους στρατιώτες ως ψευδομάρτυρες, ισχυρίστηκε ότι η κόρη είχε δεχθεί τις προτάσεις γάμου που της είχε κάνει και του είχε υποσχεθεί να ασπασθεί τον ισλαμισμό.
Στις κατηγορίες αυτές η γενναία δούλη του Χριστού αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι χριστιανή, και ο μοναδικός νυμφίος μου είναι ο Χριστός στον οποίο δίνω προίκα την παρθενία μου. Εγώ Αυτόν αγαπώ και είμαι έτοιμη να χύσω το αίμα μου για χάρη Του! Αυτή είναι η απάντησή μου και μην περιμένετε τίποτε άλλο από μένα». Έπειτα χαμηλώνοντας από αιδώ το βλέμμα στην γη κλείστηκε στην σιωπή της και η καρδιά της γέμισε τότε από άφατη χαρά που την έκανε να λησμονεί την φρίκη των δοκιμασιών της ζωής αυτής. Ασυγκίνητος από την στάση της κόρης και από την απαστράπτουσα όψη της, ο δικαστής διέταξε να την ρίξουν σιδηροδέσμια στην φυλακή.
Επιμένοντας στις άνομες επιθυμίες του, ο γενίτσαρος εξασφάλισε την άδεια να πηγαίνει στο κελλί της αγίας μαζί με άλλους και ανά πάσα στιγμή έρχονταν να την ταλανίζουν με αισχρές προτάσεις συνοδευόμενες με απειλές κατά της ζωής της. Καθώς η Κυράννα απαξιούσε ακόμη και να τους κοιτάξει, αυτοί ξεσπούσαν την λύσσα τους επάνω της: ένας την κτυπούσε με το ραβδί, άλλος με τη λεπίδα του ξίφους, άλλος την κλωτσούσε ή την γρονθοκοπούσε. Κι όταν αυτοί έφευγαν, έφθανε ο δεσμοφύλακάς της, την κρεμούσε από τις μασχάλες στο τιμωρητικό ξύλο και την κτυπούσε με βέργες μέχρι που να κουραστούν τα χέρια του, παρά τις επικρίσεις και τις κραυγές αγανάκτησης των άλλων κρατουμένων. Σε όλα αυτά τα μαρτύρια η αγία μάρτυς παρέμενε απαθής, σαν κάποιος άλλος να υπέφερε στην θέση της, και αρνούνταν κάθε τροφή που της έδιναν.
Την έβδομη ημέρα, μετά την άρνηση του δεσμοφύλακα να επιτρέψει την είσοδο στους γενίτσαρους, εκείνοι πήγαν να τον καταδώσουν στον δικαστή, ο οποίος τον κάλεσε για να τον επιπλήξει. Επιστρέφοντας αυτός, ξέσπασε όλο το μίσος και την οργή του στην αγία. Την άφησε αιμόφυρτη να κρέμεται στο ξύλο, όταν αίφνης θείο φως περιέβαλε το σώμα της και καταύγασε όλη την φυλακή, ενώ η ψυχή της ανέβαινε ένδοξη προς τον επουράνιο Νυμφίο, αφήνοντας πίσω της ένα θεσπέσιο άρωμα. Ο δεσμοφύλακας μετανοώντας και τρέμοντας από τους λυγμούς, διέταξε έναν χριστιανό να ξεκρεμάσει το σώμα της αγίας από το τιμωρητικό ξύλο και να το ετοιμάσει για την κηδεία.
Όταν την άλλη ημέρα η είδηση για το θαύμα διαδόθηκε παντού, οι Τούρκοι καταισχυμένοι παρέδωσαν το τίμιο σκήνωμα στους χριστιανούς για να το ενταφιάσουν έξω από την πόλη.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έκτος, Φεβρουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 311.