Διαβάζοντας τον βίο της αγίας Χαριτίνης, που γιορτάζουμε σήμερα, μου έκανε εντύπωση – όπως θα το προσέξατε κι εσείς – πως, όταν παρήγγειλε ο κόμης Δομέτιος στον Κλαύδιο να στείλει την αγία για να την εξετάσει, και κατάλαβε ο Κλαύδιος τι θα γίνει, λυπήθηκε πάρα πολύ. Τόσο λυπήθηκε που ντύθηκε τρίχινο σάκκο. Όπως λέει το συναξάρι: «ενεδύθη σάκκον· ήτοι τρίχινον φόρεμα και εθρήνει. Η δε Χαριτίνη παρηγορούσα αυτόν έλεγε· μη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε, επειδή εγώ έχω να λογισθώ εις τον Θεόν μία ευπρόσδεκτος θυσία δια τας ιδικάς μου και τας ιδικάς σου αμαρτίας». Και γι’ αυτό ο Κλαύδιος «απεκρίθη: Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμέ πλησίον εις τον επουράνιον Βασιλέα».
Η αγία Χαριτίνη λοιπόν σ’ αυτή την περίπτωση, ενώ ο Κλαύδιος, καίτοι είναι άνδρας, άρχισε να λυπάται και ίσως φοβήθηκε, η ίδια έχει μέσα της γενναίο φρόνημα. Γιατί όμως έχει γενναίο φρόνημα; Διότι ακριβώς είναι ολοπρόθυμη να προσφέρει τον εαυτό της θυσία στον Θεό με τον συγκεκριμένο αυτό τρόπο του μαρτυρίου. Όχι δηλαδή απλώς να κάνει κάποιες προσευχές, να κάνει κάποιες πράξεις που δεν στοιχίζουν, αλλά να προσφέρει τον εαυτό της για να μαρτυρήσει, όπως και έγινε. Και θα είναι, όπως λέει η αγία στον Κλαύδιο, «μία ευπρόσδεκτος θυσία εις τον Θεόν» για τις δικές της και τις δικές του αμαρτίες.
Να προσέξουμε αυτό που έλεγε η αγία Χαριτίνη, παρηγορώντας τον αυθέντη της: «Μη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε, επειδή εγώ έχω να λογισθώ εις τον Θεόν μία ευπρόσδεκτος θυσία». Λέει δηλαδή η αγία Χαριτίνη: «Καθώς θα πάω εκεί και θα μου κάνουν ό,τι θα μου κάνουν, θα γίνω μια ευπρόσδεκτος θυσία· θα με δεχθεί ο Θεός».
Τι δέχεται ο Θεός εδώ, τι δέχεται; Δεν δέχεται το μαρτύριο της αγίας, με την έννοια ότι ο Θεός θέλει να δει τον άνθρωπο να ματώνει, να πονάει, να υποφέρει, σαν να αρέσκεται σ’ αυτό, σαν να είναι – μη γένοιτο – σαδιστής. Μη γένοιτο! Αλλά τι; Δέχεται τη θυσία. Τόσο νικά κανείς το εγώ του, τόσο νικά τον παλαιό άνθρωπο, ώστε δεν διστάζει καθόλου να προσφερθεί θυσία στον Θεό. Και όταν φθάσει κανείς σ’ αυτό το σημείο, στο σημείο του θανάτου, που είναι δηλαδή έτοιμος να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού, τότε τα κάνει όλα με πολλή ευκολία, σαν να είναι τα πιο φυσιολογικά πράγματα.
Να πάρουμε το παράδειγμα του ευγνώμονος ληστού. Ο ληστής επάνω στον σταυρό, όπου να ‘ναι θα πεθάνει. Πάει αυτό το θέμα του θανάτου, δεν τον απασχολεί πια μην τυχόν πεθάνει, μην τυχόν κινδυνεύσει, μην τυχόν πάθει κάτι.
Αυτά πάνε μαζί. Την ώρα δηλαδή που φοβάσαι μην πάθεις τίποτε, το εγώ προστατεύεις. Ας φαίνεται ότι φοβάσαι, επειδή τάχα θα πονέσεις, θα πάθεις τούτο, θα πάθεις εκείνο. Το εγώ προστατεύεις. Όταν όμως πεθάνει το εγώ, δεν σε απασχολούν αυτά.
Τον ληστή έτσι και αλλιώς τον έπιασαν, τον σταύρωσαν, τον κάρφωσαν εκεί, έτσι και αλλιώς θα τον αφήσουν να πεθάνει· τέλειωσε αυτό το θέμα. Πέθανε επομένως· πέθανε. Από κει και πέρα, καθώς έχει καλή διάθεση μέσα του, φωτίζεται και λέει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Και του απαντάει ο Κύριος: «Αμήν αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23:42).
Αυτό είναι! Μην περιμένουμε λοιπόν να γίνει κάτι στην ψυχή μας, να ωφεληθούμε, να αρχίσουμε να έχουμε και εμείς πείρα των βιωμάτων που είχαν οι άγιοι, εάν δεν αποφασίσουμε να κάνουμε ακριβώς αυτή τη θυσία: να βγούμε από το εγώ μας, να θυσιάσουμε το εγώ μας. Το οποίο εγώ το θυσιάζεις την ώρα που, για παράδειγμα, δεν σου φέρονται καλά, και εσύ σιωπάς για την αγάπη του Χριστού· την ώρα που δεν ήρθαν τα πράγματα όπως τα περίμενες, και εσύ αντί να βουλιάξεις μέσα στη λύπη και μέσα στα δικά σου, χαίρεσαι. Όπως λέει εδώ η αγία στον αυθέντη της: «Χαίρε».
Μπορεί για μας να μην έρθουν ποτέ τέτοιες περιπτώσεις μαρτυρίου. Μια φορά έζησαν οι απόστολοι και πέρασαν αυτά που πέρασαν ως απόστολοι του Χριστού. Μια φορά έζησε ο όποιος άγιος και πέρασε αυτά που πέρασε (τους διωγμούς, τα όποια μαρτύρια). Και τώρα εμείς ως χριστιανοί θα περάσουμε τα δικά μας, τα ανάλογα με την εποχή και τον τόπο που ζούμε.
Για εμάς σήμερα θέλει ο Θεός αυτά τα καθημερινά. Όντως δηλαδή να θανατωθεί μέσα μας το πείσμα, η αυτοδικαίωση, η υπερηφάνεια, η εγωλατρία, η διάθεση αυτή μην τυχόν στενοχωρηθούμε, μην τυχόν στερηθούμε, μην τυχόν δεν ευχαριστηθούμε, μην τυχόν δεν έχουμε το καλό φαγητό που θέλουμε. Έτσι απλά είναι τα πράγματα.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Οκτώβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2018, σελ. 97 (αποσπάσματα).