Ο όσιος και θεοφόρος Σέργιος γεννήθηκε το 1314 στην πόλη Ροστώβ από ευσεβείς γονείς, τον Κύριλλο και την Μαρία. Ο Θεός τον ξεχώρισε από βρέφος για την υπηρεσία του. Λίγες ημέρες πριν από την γέννησή του, μια Κυριακή, η μητέρα του βρισκόταν σ’ ένα ναό και παρακολουθούσε τη θεία Λειτουργία. Ξαφνικά, καθώς θ’ άρχιζε η ανάγνωση του Ευαγγελίου, το βρέφος φώναξε μέσα από τα μητρικά σπλάγχνα! Η φωνή του ακούσθηκε από πολλούς. Την ώρα του Χερουβικού το βρέφος φώναξε πάλι. Και όταν ο ιερέας έφθασε στην εκφώνηση «πρόσχωμεν τα Άγια τοις αγίοις», το βρέφος φώναξε για τρίτη φορά. Όλοι τότε κατάλαβαν, ότι θα γεννιόταν ένας μεγάλος άγιος, ένας «λύχνος του κόσμου» και υπηρέτης της Αγ. Τριάδος.
Το βρέφος σκίρτησε στα μητρικά σπλάγχνα ενώπιον του Κυρίου, όπως ο Τίμιος Πρόδρομος σκίρτησε από χαρά ενώπιον της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Όταν γεννήθηκε, του έδωσαν το όνομα Βαρθολομαίος. Από τις πρώτες ημέρες του φάνηκε αυστηρός νηστευτής, Δεν θήλαζε το μητρικό γάλα τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, ούτε τις ημέρες που η μητέρα του έτρωγε κρέας. Μόλις το πρόσεξε αυτό η μητέρα, σταμάτησε τελείως το κρέας.
Σε ηλικία επτά ετών ο Βαρθολομαίος πήγε στο σχολείο. Μαζί του πήγαιναν και οι δύο αδελφοί του, ο μεγαλύτερος Στέφανος και ο μικρότερος Πέτρος. Τι συνέβαινε όμως; Ενώ αυτοί προόδευαν στα μαθήματα, ο Βαρθολομαίος καθυστερούσε και δυσκολευόταν πολύ, παρ’ όλο που ο δάσκαλος φρόντιζε ιδιαίτερα γι’ αυτόν και κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τον βοηθήσει. Η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν στη θεία πρόνοια που απέβλεπε να λάβει το παιδί τη γνώση και τη σοφία σαν θείο χάρισμα και όχι σαν αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας.
Ο μικρός Βαρθολομαίος στεναχωριόταν συχνά και προσευχόταν με δάκρυα για να του δώσει ο Θεός τη δυνατότητα της μαθήσεως. Και ο Κύριος δέχτηκε την προσευχή που έβγαινε από τα βάθη της παιδικής ψυχής. Κάποια ημέρα ο πατέρας έστειλε τον Βαρθολομαίο στο δάσος, για να φέρει τα άλογα. Συνηθισμένος στην υπακοή, ξεκίνησε αμέσως. Η εργασία αυτή του ήταν πολύ ευχάριστη, γιατί συνδυαζόταν με τη μόνωση και τη σιωπή. Στο δρόμο του συνάντησε κάποιο μοναχό ή μάλλον κάποιον άγγελο με μορφή μοναχού. Στεκόταν ακίνητος μέσα στο δάσος και προσευχόταν. Ο μικρός Βαρθολομαίος τον πλησίασε, του έβαλε μετάνοια και περίμενε να τελειώσει την προσευχή του. Εκείνος μόλις τέλειωσε, τον ευλόγησε, τον ασπάσθηκε και τον ρώτησε τι θέλει.
– Με στέλνουν, πάτερ, στο σχολείο να μάθω γράμματα, απάντησε ο Βαρθολομαίος. Όμως δυσκολεύομαι πολύ να καταλάβω τα λόγια του δασκάλου μου. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό και δεν ξέρω, τι να κάνω. Προσευχηθείτε στον Κύριο για μένα.
Ο μοναχός προσευχήθηκε, ευλόγησε πάλι το παιδί και του είπε:
– Από τώρα ο Θεός θα σου δώσει φωτισμό να τα μαθαίνεις όλα, έτσι που να διδάσκεις και τους άλλους.
Του έδωσε κατόπιν ένα μικρό κομμάτι πρόσφορο λέγοντας:
– Φάγε αυτό το κομμάτι. Σου δίνεται σαν απόδειξη της χάριτος και του φωτισμού του Θεού. Είναι μικρό, αλλά τρώγοντάς το θα νοιώσεις μεγάλη γλυκύτητα.
Ο μοναχός φάνηκε σαν να ήθελε να φύγει. Ο νεαρός όμως Βαρθολομαίος, γεμάτος ευγνωμοσύνη, άρχισε να τον παρακαλεί θερμά να επισκεφτεί το σπίτι του και να ευλογήσει τους γονείς του. Δέχτηκε και πήγαν στο σπίτι. Οι γονείς του Βαρθολομαίου, που έδειχναν πάντα ιδιαίτερο σεβασμό προς τους μοναχούς, προϋπάντησαν με χαρά τον επισκέπτη τους. Του πρόσφεραν τροφή, αλλά εκείνος θέλησε να προηγηθεί η πνευματική τροφή. Όταν άρχισε η προσευχή, πρότεινε στον Βαρθολομαίο να διαβάσει τους ψαλμούς. Εκείνος όμως του είπε:
– Δεν ξέρω, πάτερ, να διαβάζω.
– Από τώρα θα σου δοθεί η γνώση, απάντησε ο μοναχός.
Αμέσως ο Βαρθολομαίος άρχισε να διαβάζει σωστά τους ψαλμούς, πράγμα το οποίο κατέπληξε τους γονείς. Αποχαιρετώντας τους ο επισκέπτης τους προφήτευσε:
– Ο γιός σας θα δοξαστεί ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων. Θα γίνει εκλεκτό δοχείο του Αγίου Πνεύματος και υπηρέτης της Αγίας Τριάδος.
Όπως η εύφορη γη δέχεται τη βροχή και πλούσια καρποφορεί, έτσι και η ψυχή του Βαρθολομαίου δεχόταν το περιεχόμενο των βιβλίων που διάβαζε. «Ο Θεός διήνοιξεν αυτου τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. 24:45). Μεγάλωνε χρόνο με χρόνο και συγχρόνως πλούτιζε σε γνώσεις και αρετή.
Από πολύ νωρίς ένοιωσε αγάπη για την προσευχή και από τα παιδικά του χρόνια γεύθηκε την γλυκύτητά της. Γι’ αυτό εκκλησιαζόταν με ζήλο και δεν παρέλειπε καμιά ακολουθία. Απέφευγε συστηματικά τα παιδικά παιχνίδια. Δεν ταίριαζαν στον χαρακτήρα του οι χαρές και τα γέλια των συνομηλίκων του. Διαρκώς θυμόταν, ότι αρχή σοφίας φόβος Κυρίου (Ψαλμ. 110:10) και προσπαθούσε πάντοτε να γνωρίσει αυτή τη σοφία. Με ιδιαίτερη επιμέλεια μελετούσε τα πνευματικά κείμενα.
Γνωρίζοντας ότι με την εγκράτεια ευκολότερα νικιώνται τα πάθη, επέβαλε στον εαυτό του αυστηρή νηστεία. Δάμαζε την σάρκα προκειμένου να σώσει την ψυχή.
Εάν συναντούσε κάποιο φτωχό, με πολλή χαρά τον εξυπηρετούσε δίνοντάς του ακόμη και τα ρούχα του. Ζούσε σαν μοναχός, ενώ ήταν στον κόσμο και όλοι θαύμαζαν την εγκράτεια και την ευσέβειά του. Η μητέρα του ανησυχώντας για την υγεία του προσπαθούσε να τον πείσει να εγκαταλείψει την τόσο αυστηρή μορφή της ζωής. Εκείνος όμως ταπεινά της έλεγε:
– Μη με αποτρέπεις από την εγκράτεια που είναι τόσο γλυκιά και ωφέλιμη για την ψυχή μου.
Από το βιβλίο: Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ. Έκδοση έκτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2006, σελ. 13.