Στα χρόνια του οσίου Αμβροσίου της Όπτινα κάποιος ιερέας είχε πάρει στο σπίτι του μια φτωχή γυναίκα, η οποία με αμοιβή μαγείρευε για την οικογένειά του. Η γυναίκα αυτή είχε δύσκολο χαρακτήρα· ήταν παράξενη, νευρική και ευέξαπτη. Κάποτε, ωστόσο, πήρε την απόφαση να εξομολογηθεί. Μετά την εξομολόγησή της, ο ιερέας της έβαλε κανόνα να κάνει καθημερινά αρκετές γονυκλισίες, πράγμα που τη χόλωσε πολύ. Από την ημέρα εκείνη άρχισε να αντιπαθεί τον ιερέα. Η αντιπάθειά της όλο και μεγάλωνε, ώσπου έφτασε να γίνει θανάσιμο μίσος.
Μια νύχτα ο ιερέας κοιμόταν στο δωμάτιό του. Την άλλη μέρα θα λειτουργούσε. Σε κάποιο άλλο δωμάτιο κοιμόταν και η πρεσβυτέρα. Ξαφνικά, μέσα στον ύπνο της, άκουσε μια φωνή:
– Ξύπνα αμέσως! Σκοτώνουν τον άνδρα σου!
Άνοιξε τα μάτια της και είδε από πάνω της έναν μοναχό.
– Ουφ! Ανοησίες! Σατανική φαντασία! μονολόγησε και, κάνοντας τον σταυρό της, γύρισε από το άλλο πλευρό.
Σε λίγο άκουσε την ίδια φωνή. Τώρα δεν άνοιξε καν τα μάτια της. Μόνο σταυροκοπήθηκε για δεύτερη φορά.
Πριν περάσει, όμως, ένα λεπτό, ο μοναχός εκείνος την τράβηξε από το κρεβάτι και της είπε επιτακτικά:
– Γρήγορα! Τρέξε γρήγορα! Να τώρα σκοτώνουν τον άνδρα σου!
Εκείνη τότε πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε στο δωμάτιο του ιερέα. Φτάνοντας, τι να δει! Η μαγείρισσα μ’ ένα τεράστιο μαχαίρι στο χέρι στεκόταν μπροστά στην πόρτα και ήταν έτοιμη να τρυπώσει μέσα! Η πρεσβυτέρα όρμησε και της το άρπαξε από πίσω.
– Τι πας να κάνεις; τη ρώτησε ταραγμένη.
– Θέλω να τον σκοτώσω, αποκρίθηκε απερίφραστα η μαγείρισσα. Δεν είναι στοργικός παπάς. Δεν λυπάται τους ανθρώπους. Εγώ μετανόησα για τις αμαρτίες μου και εξομολογήθηκα. Κι εκείνος με φόρτωσε μ’ ένα σωρό μετάνοιες! Δεν με σπλαχνίστηκε. Ούτε κι εγώ θα τον σπλαχνιστώ!
Την κρίσιμη εκείνη ώρα η πρεσβυτέρα, ενεργώντας ψύχραιμα και συνετά, έκανε πως πήγε ν’ αφήσει το μαχαίρι στο διπλανό δωμάτιο. Αλλά βρήκε την ευκαιρία να στείλει κάποιον στον αστυνόμο. Εκείνος ήρθε γρήγορα και πήρε από το σπίτι την επικίνδυνη γυναίκα.
Όλα έγιναν αθόρυβα. Ο ιερέας, ανυποψίαστος, συνέχισε τον ύπνο του. Τα χαράματα σηκώθηκε κι έφυγε για την εκκλησία.
Η πρεσβυτέρα συλλογιζόταν συνεχώς τα περιστατικά της νύχτας και αναρωτιόταν: «Ποιός να ήταν, άραγε, εκείνος ο μοναχός που με ξύπνησε; Κάποιος από τους παλαιούς οσίους; Αλλά δεν θυμάμαι να έχω δει ποτέ τη μορφή του ανάμεσα στις εικόνες των οσίων. Μήπως κάποιος σύγχρονος; Αν ναι, σε ποιο μοναστήρι να ζει;»
Τέτοιες σκέψεις έκανε, ώσπου μια μέρα θέλησε να επισκεφθεί την αδελφή της, πρεσβυτέρα κι αυτή, που έμενε στο διπλανό χωριό. Και μόλις μπήκε στο σπίτι της, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Γιατί; Σ’ έναν τοίχο αντίκρισε κρεμασμένη μια φωτογραφία· ήταν η φωτογραφία του μοναχού που την είχε ξυπνήσει!
Έξαλλη από χαρά αλλά και γεμάτη αγωνία άρχισε να φωνάζει στην αδελφή της:
– Πού τη βρήκες αυτή τη φωτογραφία; Ποιος είναι αυτός ο μοναχός ή μάλλον ο άγγελος του Θεού; Ζει ή δεν ζει ο σωτήρας μας;
Με δυσκολία η έκπληκτη αδελφή της την ηρέμησε και της ζήτησε εξηγήσεις, αφού της αποκάλυψε πως ο μοναχός της φωτογραφίας ήταν ο στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα. Κι εκείνη της διηγήθηκε τη συγκλονιστική ιστορία της θαυματουργικής αποτροπής του εγκλήματος.
Η πρεσβυτέρα δεν άργησε να φύγει για την Όπτινα προκειμένου να συναντήσει και να ευχαριστήσει τον όσιο Αμβρόσιο. Φτάνοντας εκεί, ρωτούσε με αγωνία τους μοναχούς:
– Πέστε μου, σας παρακαλώ, που βρίσκεται ο γέροντας Αμβρόσιος, ο ευεργέτης μου, ο σωτήρας μου, αυτός που γλίτωσε τον άνδρα μου από βέβαιο θάνατο; Ήρθα να τον ευχαριστήσω, να του φιλήσω τα πόδια…
Από το βιβλίο: Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 125.
Από τον βίο του οσίου Αμβροσίου της Όπτινα