Στο μοναστήρι όπου ασκήτευε, περνώντας για άντρας, η αγία Θεοδώρα, τελείωσε κάποτε το σιτάρι. Ο ηγούμενος τότε την πρόσταξε να πάρει τις καμήλες και να πάει στην πόλη να αγοράσει σιτάρι για το μοναστήρι, προσθέτοντας και τούτο: αν της είναι αδύνατο να επιστρέψει πριν το βράδυ, να καταλύσει στο μοναστήρι του Ενάτου (*) και εκεί να ξεκουράσει τις καμήλες.
Επιστρέφοντας από την πόλη η αγία, είδε ότι ο ήλιος κόντευε να δύσει και πήγε, σύμφωνα με την εντολή που πήρε, στη μονή του Ενάτου, όπου ζήτησε ένα μέρος για να ξεκουραστεί μαζί με τις καμήλες. Πράγματι, αφού τακτοποίησε τις καμήλες, ξεκουραζόταν και η ίδια κοντά τους.
Εκεί έμενε και μια κοπέλα που είχε συγγένεια με κάποιους μοναχούς. Αυτή την ερέθισε τότε ο πονηρός ώστε να θέλει ασυγκράτητα την αμαρτία· και νομίζοντας, από όσα έβλεπε, ότι η αγία είναι άντρας, έδιωξε κάθε ντροπή και από το πρόσωπο και από την ψυχή της και την παρακινούσε να κοιμηθεί μαζί της. Επειδή όμως εκείνη ούτε που την άκουγε και προτιμούσε να πλαγιάζει στο γυμνό έδαφος δίπλα στις καμήλες, η κοπέλα, μη μπορώντας να σβήσει τη φλόγα της, δόθηκε σε κάποιον που κοιμόταν εκεί, ταξιδιώτη και αυτόν περαστικό που διανυκτέρευε στη μονή.
Εκείνος έκανε την αμαρτία και πρωί πρωί έφυγε από τη μονή, και η οσία γύρισε και αυτή στο μοναστήρι της. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, φούσκωνε η κοιλιά της κοπέλας και οι συγγενείς της μοναχοί τη ρωτούσαν επίμονα πώς συνέβη αυτό. Αυτή τότε είπε ότι ο μοναχός Θεόδωρος της μονής του Δεκάτου Ογδόου αμάρτησε μαζί της.
Οι μοναχοί πίστεψαν αμέσως τα λόγια της· γιατί ο εχθρός που επινοούσε τους πειρασμούς σε βάρος της αγίας, αυτός έβαζε και την κοπέλα να τα λέει αυτά, και εκείνους να τα πιστεύουν.
Στη συνέχεια πήγαν στο μοναστήρι όπου ασκήτευε η αγία, και με φασαρία και θόρυβο φώναζαν: «Ο Θεόδωρος, ο μοναχός σας, δεν φοβήθηκε να κάνει τέτοια σιχαμερή αμαρτία». Ρώτησε λοιπόν ο ηγούμενος την αγία αν έκανε μια τέτοια σιχαμερή πράξη, και αυτή απάντησε ότι δεν έχει κάνει τίποτε αξιοκατηγόρητο. Οι μοναχοί του Ενάτου γύρισαν τότε στο μοναστήρι τους, και μόλις γεννήθηκε το παιδί και είδε το φως, το πήραν και το έριξαν στην αυλή της μονής όπου ζούσε η αγία.
Τι έγινε λοιπόν από εκεί και πέρα; Η Θεοδώρα θεωρήθηκε πατέρας του μωρού και χωρίς να βγάλει μιλιά καταδικάστηκε και εξορίστηκε από το μοναστήρι μαζί με το μωρό. Έγινε λοιπόν παραμάνα του παιδιού και αναγκάστηκε να το ανατρέφει σαν μητέρα, ταΐζοντάς το με γάλα των προβάτων και ζητώντας μαλλιά από τους βοσκούς, με τα οποία του έφτιαχνε ρούχα. Ποια όμως ψυχή μπορούσε να δεχτεί μια τόσο βαριά συκοφαντία; Και ποια χέρια δεν θα δυσκολεύονταν με μια τόσο κουραστική υπηρεσία;
Πέρασαν επτά χρόνια που ταλαιπωρούνταν μια αδύναμη γυναίκα – ω Θεέ μου, που όλα τα βλέπεις! – συκοφαντημένη με ψεύτικη κατηγορία και πεταμένη έξω από το μοναστήρι της, ώστε την αισχρότητα, που τάχα έκανε θεληματικά, να την αντισταθμίσει με θεληματική ντροπή. Και, κοντά στα άλλα, πώς περνούσε; Τροφή της είχε τα άγρια χόρτα και ποτό το νερό που έπαιρνε πρόχειρα από τη λίμνη, ή, να πούμε πιο σωστά, τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της, ώστε να επαληθεύεται σε αυτήν ο ψαλμικός στίχος: «Και το νερό που έπινα, το ανακάτωνα με τα δάκρυά μου» (Ψαλμ. 101:10).
Καθώς λοιπόν το σώμα της έλιωνε έτσι και έμενε αφρόντιστο, τα νύχια της μάκρυναν και έμοιαζαν με τα νύχια ορισμένων άγριων ζώων· τα μαλλιά της ήταν ξερά και πυκνά και έμοιαζαν σε μεγάλο βαθμό με άγρια χορτάρια· το πρόσωπό της ψήθηκε από την άμεση έκθεσή του στις ηλιακές ακτίνες και μαύρισε όπως των Αιθιόπων, και τα μάτια της έπαθαν από τη συνεχή ταλαιπωρία της αγρυπνίας. Και όμως· αν και πάλευε με τέτοια μαζεμένα δεινά και δερνόταν από τις θύελλες όχι μόνο του καιρού, αλλά και των πειρασμών, αυτή δεν θέλησε ούτε για ελάχιστο να απομακρυνθεί από το μοναστήρι. Αντίθετα, έμενε εκεί, αφού έφτιαξε ένα καλύβι κοντά στην πύλη, και ευχαρίστως ανεχόταν να είναι σε αυτό παραπεταμένη, όπως λέει και ο προφήτης (Ψαλμ. 83:11). Ποιος όμως θα μπορούσε να διηγηθεί και πόσους άλλους πειρασμούς τής προξένησε εκεί ο εχθρός, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να τη νικήσει;
(*) Λεγόταν έτσι γιατί βρισκόταν εννιά “σημεία” (= μίλια) έξω από την Αλεξάνδρεια. Αντίστοιχα, η μονή του Δεκάτου Ογδόου, που αναφέρεται στη συνέχεια, απείχε 18 μίλια.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Μ’ (40), σελ. 374. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.