Για τον Θεόδωρο, που είχε λευκώματα στα μάτια του
Ο Θεόδωρος ήταν από την Αλεξάνδρεια και είχε τόσα πλούτη, όσα ήταν αρκετά για να έχει μία αυτάρκεια και μία μεγάλη άνεση στη ζωή του. Αρρώστια είχε των ματιών του την αβλεψία, γιατί αρρωσταίνοντας και μη βρίσκοντας την κατάλληλη γιατρειά, απόκτησε και στα δυο του μάτια λευκώματα, που του σκίαζαν την όραση και μη μαθαίνοντας από τους γιατρούς παρά το ανίατο της ασθένειας, καταλαμβάνει το τέμενος των μαρτύρων, έχοντας μέσα του ελπίδα που δεν καταισχύνεται, την προς τους αγίους ανυπόκριτο πίστη και την πεποίθηση της επίσκεψης των αγίων και της επέμβασής τους σε όσους μ’ αυτόν τον τρόπο πιστεύουνε.
Αφού λοιπόν έφτασε στο σεβάσμιο τέμενος των μαρτύρων, έδρεψε τον καρπό της μεγάλης προς αυτούς πίστης, που διέθετε, καθώς, αφού πέρασε λίγο χρόνο στο ναό, αυτόν τον καρπό απόλαυσε που δεν χρειάζεται να καλλιεργηθεί μακρύ χρονικό διάστημα, αλλά αυτόν που αυξάνεται με την απλότητα της πίστης· τον οποίον ακριβώς αντιμετρώντας οι άγιοι, προς την πηγή τους τον διέταξαν να πάει και να χρησιμοποιήσει τα εκεί νάματα για των ματιών του την ανάβλεψη. Αυτός δε εκτελώντας τη διαταγή αμεσότατα, χειραγωγούμενος έρχεται στο αγίασμα και αφού έπλυνε τα μάτια του με το αγίασμα και σκουπίζοντάς τα μ’ ένα φακιόλι ανέβλεψε, μαζί με την υγρότητα των υδάτων και τα λευκώματα αποβάλλοντας· τα οποία λευκώματα βλέποντας τα από τη θεία δύναμη να βρίσκονται μέσα στο φακιόλι, τρέχοντας τα έδειξε σε όλους τους παρευρισκόμενους εκείνην την ώρα στο ναό των αγίων, υποδεικνύοντας τον εαυτό του ως υπόδειγμα πίστης και διακηρύττοντας το μέγεθος της γενομένης σ’ αυτόν θεραπείας.
Για τον Καλό, που έσπασε το πόδι του
Κάποιος ονόματι Καλός, που επάξια ονομαζόταν έτσι, από ενέργεια του μισόκαλου, που αντιστέκεται στα καλά και τα θεάρεστα, καθώς κατέβαινε μία σκάλα πεδικλώθηκε και έπεσε με δύναμη και από μεγάλο ύψος στη γη, με αποτέλεσμα να συντριβεί το πόδι του και το καλάμι του να γίνει χίλια κομμάτια, ώστε να κινδυνεύει να το χάσει. Και όταν είδε το ανώφελο της προσέλευσης των γιατρών, αφού τα θραύσματα είχαν απομακρυνθεί μεταξύ τους και έτρεχε πύο από παντού, με τις σάρκες του μαζί με το αίμα να σαπίζουν, στη βοήθεια του Κύρου και του Ιωάννου καταφεύγει μεμφόμενος τον εαυτό του, που προτίμησε τους γιατρούς από τους θαυματουργούς αγίους, και παρακαλώντας και δεόμενος να τύχει της συγχώρησης εκ μέρους των. Μαζί δε με τη συγνώμη, τους ικέτευε να απολαύσει και την ίαση, την οποία και με αταλάντευτη πίστη ικετεύοντας απόλαυσε, αφού αλείφθηκε με το λάδι της κανδήλας, όπως τον πρόσταξαν οι άγιοι, αναπληρώνοντας μ’ αυτό τα κενά των οστών.
Από το βιβλίο: Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Άμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου). Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο. Εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, σελ. 101.