Τη γέννηση του αγίου Ρεμιγίου προείπε στους γονείς του, που ήταν ήδη σε μεγάλη ηλικία, ένας άγιος ερημίτης ονόματι Μοντάνος (438). Ο ευγενής νέος καλλιέργησε με επιτυχία τις θύραθεν και τις θείες επιστήμες, και κατόπιν αποσύρθηκε για να ασκητεύσει σε μια μικρή οικία κοντά στο Λαόν. Η φήμη των αρετών του διαδόθηκε σ’ όλη την περιοχή, ώστε όταν εχήρευσε ο επισκοπικός θρόνος της Ρενς, ο κλήρος και ο λαός της πόλης πήγαν και τον πήραν από το ερημητήριό του για να τον ενθρονίσουν επίσκοπο, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις εικοσιδύο ετών. Την ώρα της χειροτονίας του, ο άγιος ανέδιδε μια ουράνια ευωδία και το πρόσωπό του έλαμπε με απαστράπτον φως.
Ο νεαρός ιεράρχης σύντομα έγινε η πλέον ξακουστή προσωπικότητα του Βελγίου και της Βορείου Γαλατίας. Ο διαπρύσιος λόγος και το κήρυγμά του προσηλύτιζαν τους ειδωλολάτρες και οδηγούσαν τους αιρετικούς αρειανούς στη μετάνοια. Δημιούργησε επισκοπές, χειροτόνησε ποιμένες και ενεφύσησε στους κατοίκους των περιοχών αυτών, που είχαν καταστραφεί από πρόσφατες επιδρομές βαρβάρων, την αγάπη προς τους εχθρούς, την ανιδιοτέλεια και την επιθυμία των επουρανίων αγαθών. Παντού όπου κήρυττε, γίνονταν θαύματα πολλά για να βεβαιώσουν την αλήθεια της διδασκαλίας του. Όταν γευμάτιζε, πήγαιναν τα πουλιά και έπαιρναν την τροφή τους από τα χέρια του. Αρρώστους θεράπευε, δαιμονισμένους λύτρωνε, και μια μέρα που ξέσπασε στην πόλη πυρκαγιά, ρίχτηκε στις φλόγες και τις έκανε να υποχωρήσουν.
Τα χρόνια εκείνα που η ρωμαϊκή Δύση υπέφερε από τις επιδρομές βαρβαρικών φύλων, η Γαλατία τελούσε υπό την κατοχή των Βησιγότθων και των Βουργουνδών – οπαδών του Αρείου – στον νότο, των Αλαμανών στις όχθες του Ρήνου και των ειδωλολατρών Φράγκων στον βορρά. Όταν το 482 πέθανε ο Χιλδέριχος, αρχηγός των σκληροτράχηλων Φράγκων πολεμιστών έγινε ο γιος του Χλοδοβίκος, δεκαπέντε μόλις ετών. Ήταν ακόμη ειδωλολάτρης, αλλά θαύμαζε τους μοναχούς και είχε σε μεγάλη ευλάβεια τους ορθόδοξους επισκόπους, ιδίως τον Ρεμίγιο, του οποίου τις σοφές συμβουλές ακολουθούσε. Το 493 νυμφεύθηκε την αγία Κλοτίλδη [3 Ιουν.], η οποία άσκησε πάνω του αγαθή επιρροή.
Όταν ο Χλοδοβίκος αντιμετώπιζε τους Αλαμανούς στη μάχη του Τολμπιάκ και οι στρατιώτες του υποχωρούσαν, στράφηκε προς τον Θεό της Κλοτίλδης και του Ρεμιγίου και κατάφερε νίκη λαμπρή επί του εχθρού. Καθώς οι προσευχές του απαντήθηκαν, ο Χλοδοβίκος αποφάσισε να ασπασθεί τον Χριστιανισμό και ζήτησε από τον άγιο Ρεμίγιο να τον κατηχήσει στις αρχές της πίστεως. Ακούγοντας τον επίσκοπο να του περιγράφει τα γεγονότα που συνδέονται με τα Πάθη του Χριστού, ο γενναίος πολεμιστής ανέκραξε: «Αχ, να μην είμαι εκεί με τους Φράγκους μου, να τον ελευθερώσω!»
Δυο χρόνια αργότερα (25 Δεκεμβρίου 498 ή 499), ο βάρβαρος πολέμαρχος κάλεσε όλες τις διακεκριμένες προσωπικότητες από το βασίλειό του και από τις γύρω περιοχές, να παρευρεθούν στη βάπτισή του. Τη νύκτα της παραμονής, ο άγιος Ρεμίγιος κάλεσε τον βασιλιά και τη συνοδεία του στην εκκλησία και τους έκανε μια έξοχη ομιλία περί της ματαιότητας των ψευδών θεών αφενός και των μεγάλων μυστηρίων της χριστιανικής θρησκείας αφετέρου. Επληρώθη τότε ο ναός από ουράνιο φως και ευωδία, ακούσθηκε δε μια φωνή από υψηλά να λέει: «Ειρήνη υμίν!» Τη στιγμή που βάπτισε τον βασιλέα στο ύδωρ της παλιγγενεσίας, ο Ρεμίγιος του είπε: «Κλίνε την κεφαλή, υπερήφανο τέκνο της φυλής των Σικαμβρών Φράγκων, λάτρευσε αυτά που έκαψες και κάψε αυτά που ελάτρευσες».
Όταν ήρθε η στιγμή να χρίσει τον νεοφώτιστο με το άγιο μύρο, ο επίσκοπος διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε λάδι. Ύψωσε τότε τους οφθαλμούς προς τον Θεό και τον παρακάλεσε να του στείλει· κατέβηκε τότε μια λευκή περιστερά από τον ουρανό, που κρατούσε στα πόδια της ένα φιαλίδιο γεμάτο θαυματουργό έλαιο. Δύο αδελφές του ηγεμόνα και τρεις χιλιάδες ευγενείς και στρατιώτες βαπτίσθηκαν την ίδια ημέρα με τον Χλοδοβίκο, σημειώνοντας έτσι τον οριστικό εκχριστιανισμό του βαρβαρικού αυτού φύλου και τη γέννηση του χριστιανικού γαλλικού έθνους. Υπό την πνευματική καθοδήγηση του αγίου Ρεμιγίου, ο Χλοδοβίκος – ο νέος αυτός Κωνσταντίνος – εξακολούθησε να συνενώνει τους βαρβαρικούς και γαλλορωμαϊκούς πληθυσμούς της Γαλατίας και να κάνει τον λαό του κοινωνό της αληθινής πίστεως.
Σε προχωρημένη ηλικία ο άγιος Ρεμίγιος έχασε το φως του, αλλά προσκαρτερώντας στην προσευχή και την ελπίδα, θεραπεύθηκε θαυματουργικά· εκοιμήθη εν ειρήνη αφού ετέλεσε για τελευταία φορά τη θεία Λειτουργία (533).
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, Αθήναι 2006, Οκτωβρίου Α’, σελ. 17.