Προερχόμενος από πλούσια οικογένεια του Κιέβου, ο άγιος Ευστράτιος παραιτήθηκε από τα αγαθά του και τα μοίρασε στους φτωχούς, ώστε να καταφέρει να αγωνισθεί ως αληθινός στρατιώτης του Χριστού, που έγινε φτωχός για χάρη μας.
Αφού έγινε μοναχός στη Μονή των Σπηλαίων του Κιέβου, αφοσιώθηκε με τη δύναμη του Σταυρού σε μεγάλους αγώνες κατά των παθών και κατά των αοράτων δαιμόνων. Τους τελευταίους τους νικούσε με την ταπείνωση και την υπακοή του. Φυλάσσοντας στο πνεύμα του την ανάμνηση της πτώσης που προκάλεσε η ανυπακοή των προπατόρων μας, ξεχώριζε από τις νηστείες και το ζήλο του σε τέτοιο βαθμό που επονομάσθηκε ο «νηστευτής».
Όταν κατά θεία οικονομία, η ρωσική γη κατακτήθηκε και υποδουλώθηκε από τον Μπονιάκ τον Άρπαγα, Χάνο των Κουμάνων, ο μακάριος Ευστράτιος συνελήφθη κατά τη διάρκεια επιδρομής των βαρβάρων στο μοναστήρι (1096). Τον έφεραν στη Χερσόνησο και τον πούλησαν σκλάβο σε έναν εβραίο, μαζί με άλλους πενήντα κατοίκους του Κιέβου.
Ο εβραίος θέλησε να τους αναγκάσει να απαρνηθούν το Χριστό, υποβάλλοντάς τους στο μαρτύριο της πείνας. Ο Ευστράτιος όμως διαβεβαίωσε τους ομοπίστους του και τους έπεισε να αποδεχτούν το εφήμερο βάσανο από την έλλειψη τροφής για να κερδίσουν την αιώνιο ζωή. Έτσι, εξαντλημένοι από την πείνα και τη δίψα οι πενήντα αιχμάλωτοι τελευτούσαν, ορισμένοι μετά από τέσσερες ημέρες, άλλοι μετά από επτά και οι δυνατότεροι μετά δέκα ημέρες. Μονάχα ο Ευστράτιος απέμενε ζωντανός, καθώς ήταν συνηθισμένος στη νηστεία.
Ο εβραίος, διαπιστώνοντας ότι ο Ευστράτιος ήταν υπεύθυνος για την αποτυχία του σχεδίου του και για την απώλεια τόσων χρημάτων με το θάνατο των σκλάβων του, ζητούσε εκδίκηση. Καθώς πλησίαζε η εορτή του Πάσχα, κάρφωσε τον Ευστράτιο σε ένα σταυρό και τον περιέφερε χλευάζοντας, όπως οι πατέρες του είχαν κάνει με το Χριστό. Του φώναζε: «Τρελέ, απόλαυσε λοιπόν το Πάσχα του Νόμου, για να μείνεις ζωντανός και να γλυτώσεις την κατάρα» (Δευτ. 21:23).
Ο άγιος αποκρινόταν: «Ο Κύριος με αξίωσε αυτής της μεγάλης χάρης, να υποφέρω για το Όνομά Του πάνω στο σταυρό, καθ’ ομοίωση του Πάθους Του. Ελπίζω να μου πει όπως είπε στο ληστή: “Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω”. Το δικό σας Πάσχα μου είναι άχρηστο, δεν φοβούμαι την κατάρα, γιατί ο Χριστός, το δικό μας Πάσχα, κατήργησε την κατάρα και μας έδωσε την αιώνια ζωή με το ξύλον του Σταυρού, πάνω στο οποίο σταυρώθηκε.
» Εσύ όμως που με σταύρωσες και οι συνένοχοι σου, θα κλαίτε και θα οδύρεστε, γιατί το αίμα μου θα πέσει πάνω σας όπως και το αίμα των άλλων χριστιανών που θανατώσατε. Ο Χριστός απεχθάνεται τα Σάββατά σας και θα μετατρέψει τις εορτές σας σε θλίψη, γιατί η ώρα να απωλεσθεί ο άρχων της αδικίας σας πλησιάζει».
Έξαλλος ο εβραίος πήρε τότε μια λόγχη και διαπέρασε το πλευρό του σταυρωμένου. Παρουσιάστηκε τότε ένα άρμα με πύρινα άλογα που σήκωναν την ψυχή του μάρτυρα στον ουρανό και ακούστηκε φωνή να λέει: «Ιδού ο ένδοξος πολίτης της ουρανίου πολιτείας!»
Το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα και εκβράσθηκε σε μια σπηλιά, απ’ όπου άρχισαν να επιτελούνται πλήθος θαυμάτων που οδήγησαν στη μεταστροφή πολλούς εβραίους της περιοχής.
Η προφητεία του αγίου Ευστρατίου εκπληρώθηκε με τον ακόλουθο τρόπο. Ένας ευγενής εβραίος που είχε μεταστραφεί στον χριστιανισμό διορίστηκε κυβερνήτης αυτής της επαρχίας. Αποστάτησε όμως, επιτρέποντας στους ομοεθνείς του να πάρουν σκλάβους τους χριστιανούς.
Όταν ο βασιλιάς πληροφορήθηκε τα κακουργήματά του, διέταξε να τον εκτελέσουν και να εξοριστούν όλοι οι δουλέμποροι. Τότε λοιπόν κρέμασαν τον εβραίο που είχε θανατώσει τον άγιο Ευστράτιο σε ένα δέντρο και έτσι βρήκε οικτρό θάνατο, ανάλογο με αυτόν του Ιούδα.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έβδομος, Μάρτιος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 262.