Αγιολόγιο - Εορτολόγιο

Από τον βίο του οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτου

Εγώ – γράφει ο Αντώνιος, ο μαθητής του Οσίου – επειδή κατανύχθηκα, επιπόλαια σκέφτηκα μέσα μου να κοιμάμαι στο χώμα· και μάλιστα αυτό το αντελήφθη ο Γέροντας και με άφησε να κοπιάσω λίγο. Όταν όμως πέρασαν λίγες μέρες το πρόσωπό μου άλλαξε χρώμα και το σώμα μου πάγωσε. Και μου λένε οι αδελφοί· μήπως αρρώστησες; γιατί αλλοιώθηκες. Αλλά εγώ είπα· καμμία αρρώστεια δεν έχω· και ο Γέροντας με λυπήθηκε μην κουτσαθώ και μείνω ανάπηρος και μου λέγει· «παιδί μου, πάμε στο κελλί του διακονήματός σου, όπου κοιμάσαι, γιατί θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως». Του λέγω· «γιατί δεν μου μιλάς εδώ;». Επειδή δεν ήθελα, όπως είχε κατά νου, να δει την ανόητη εργασία μου. Αλλά αυτός μου απάντησε· «εκεί θέλω να σου μιλήσω»· και προχώρησε μπροστά μου.

Όταν μπήκε στο κελλί μου λέγει· «Παιδί μου, πού μπορώ να καθίσω;». Εγώ αφού καθάρισα το κελλί, κατέβασα τη στρώση που ήταν κρεμασμένη και του την έβαλα να καθίσει. Και αφού κάθισε μου λέγει· «Αν θέλεις να το κάνεις αυτό, πάρε δρεπάνι και βγες, κόψε χορτάρι, κάνε δεμάτια και κάνε μ’ αυτά στρώση και ξάπλωνε». Εγώ έκανα έτσι, και στο εξής ξάπλωνα σαν σε στρώματα χωρίς καθόλου να βλάπτομαι.

Ένας αδελφός ήλθε στο μοναστήρι από τη Ραϊθώ, που φαινόταν ότι έχει γνώση και ότι είναι ευπροσήγορος· αυτός προσπαθούσε να προσκολληθεί σε μένα· όμως ο Γέροντας δεν το επέτρεπε αυτό. Πιστέψατέ με, τίμιοι πατέρες, όπου και αν στεκόμασταν να συνομιλήσουμε αμέσως ερχόταν και ο Γέροντας και με αποσπούσε από αυτόν με οποιαδήποτε δικαιολογία, ώστε εγώ πια να στενοχωριέμαι γι’ αυτό. Η πείρα όμως έδειξε, μετά το θάνατό του για ποιο λόγο το έκανε, χωρίς καθόλου να κατηγορεί τον αδελφό για κάποιο κακό· γιατί με στενοχώρησε για πολλά πράγματα και για δόγματα όχι σωστά αυτός ο αδελφός· ήταν και Γαλάτης στην καταγωγή.

 

Τριπλάσια καρποφορία της γης προ της επιδρομής των Περσών

Μια μέρα μετά το γεύμα του λέγω· «πάω στον ποταμό για να μαζέψω κόκκους καππάρεως». Και μου λέγει· «έρχομαι μαζί σου», γιατί με λυπόταν· γιατί ο χείμαρρος μετά από τους Πέρσες αγρίεψε πάρα πολύ και από τα θηρία και από ακάθαρτα πνεύματα. Αφού λοιπόν πήγαμε προς το μονοπάτι των κελλιών μας μου λέγει· «κατέβα, παιδί μου, σ’ εκείνη την κάππαρι και μάζεψε και εγώ σε περιμένω εδώ». Κατέβηκα λοιπόν, και μάζευα. Αφού πέρασε πολλή ώρα με φώναξε λέγοντας· «έλα, παιδί μου, γιατί εγώ κουράστηκα». Και αφού ανέβηκα μου λέγει· «δείξε μου τι μάζεψες»· και του έδειξα το μικρό καλάθι κατά το ένα τρίτο γεμάτο. Και αφού αναστέναξε είπε· «αλλοίμονο, παιδί μου, γιατί δεν πάει καλά ο κόσμος· γιατί εγώ θυμάμαι πριν τους Πέρσες ότι όταν ερχόμασταν εμείς οι κελλιώτες στο Κοινόβιο για τον Εσπερινό της Κυριακής, κατέβηκε ένας αδελφός σ’ αυτή την κάππαρι και γέμισε ένα καλάθι, και πάλι την επόμενη το απόγευμα, όταν πηγαίναμε εμείς στα κελλιά, μάζεψε άλλο τόσο». Και του λέγω· «τι σημαίνει αυτό, πάτερ;». Μου απαντά· «τότε άνδρες άγιοι βημάτιζαν και περπατούσαν τη γη και έπαιρνε ευλογία η γη και όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτή· τώρα άνδρες κακοποιοί και φονιάδες γυροφέρνουν σ’ αυτήν, και επομένως εκχέεται πάνω στη γη και κλοπή και πικρία και μοιχεία και φόνος και αίματα σμίγουν με αίματα και μιάνθηκε η γη και έγινε καταραμένη και πώς θα ευλογηθούν όσα βρίσκονται σ’ αυτήν;».

Και ενώ τάλεγε αυτά και με δίδασκε, μου ήλθε πόθος στην καρδιά να συγγράψω γι’ αυτόν.

 

Το ανευλόγητον, το πυρ και ο μέγας σεισμός στην Κύπρο

Μια μέρα λοιπόν, ενώ συντρώγαμε μετά τον Εσπερινό (γιατί τούφτιαξα λίγο σιμιγδάλι), μου λέγει· παιδί μου, Αντώνιε, όταν ήμουν παιδί συνέβη το «ανευλόγητον», και βγαίναμε εγώ και τα συνομήλικά μου παιδιά και πετροβολούσαμε τις χαρουπιές και ρίχναμε τα χαρούπια και τρώγαμε. Αλλά γράψε, παιδί μου, και αυτό.

Κι εγώ, που θαύμασα πώς γνώρισε τους λογισμούς της καρδιάς μου, του λέγω· και τι είναι, πάτερ άγιε, το «ανευλόγητον;». Μου απαντά· έγινε παιδεία Κυρίου εκείνους τους καιρούς· και όσα ψωμιά και φαγητά και αν παρέθετε κανείς στο τραπέζι, έστω και αν ήταν λίγοι αυτοί που καθόντουσαν, ούτε χόρταιναν ούτε περίσσευε κάτι, που να ευλογείτο, από το τραπέζι· και λεγόταν η δοκιμασία αυτή το «ανευλόγητον»· ήταν ακόμη και οι όψεις των ανθρώπων σαν να ‘βγαιναν από τους τάφους. Τότε συνέβη και η μεγάλη φωτιά και ο μεγάλος σεισμός.

Τον ερωτώ· η μεγάλη φωτιά; τι είναι πάλι τούτο; Μου απάντησε· «και αυτό ως νουθεσία Κυρίου συνέβη τότε. Μόλις βράδυαζε ανήρχετο νεφέλη πυρός από τη δύση και σκέπαζε το μισό του ουρανού, απειλώντας να κατακαύσει τα πάντα, με αποτέλεσμα να φωτίζει όλη τη γη· και ήταν φοβερό και φρικτό και γεμάτο έκπληξη το θέαμα, ώστε να λέγουν μερικοί· τι το καταπληκτικό, αν στήλη πυρός καθοδήγησε τον Ισραήλ στην έρημο; Να, που το βλέπουμε να φωτίζει όλη τη γη. Γιατί ο Κύριός μας σαν ελεήμων και εύσπλαχνος Θεός, όταν κατά καιρούς η αρετή και ο ενάρετος βίος εκλείπει από την ανθρωπότητα, την ξαναφέρνει κοντά με τέτοιες θεραπείες και νουθεσίες.

 

Από το βιβλίο: Ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 95.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από τον βίο του οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτου

 

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.