Εδώ στη γειτονιά – ανέφερε μία γυναίκα από τη Σίψα – ήμουν παντρεμένη, απέναντι, ένας δρόμος μας χώριζε με τον Γέροντα. Θυμάμαι μία φορά ο Γέροντας ήρθε την ώρα που τρώγαμε. Καθίσαμε, κάναμε την προσευχή μας, γιατί εγώ έτσι ήμουν μαθημένη από τον πατέρα μου. Τότε εκείνος όλο χαρά είπε στον πεθερό μου κι έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου: «Ένα ευλογημένο παιδί ήρθε στο σπίτι σου, ακολουθείστε το».
Μία φορά είχε έρθει μία θεία μου, που αυτή, όπως έμαθα αργότερα, πήγαινε σε μάγους. Ήταν το 1957. Μόλις ήρθε στον Γέροντα, απότομα την σταμάτησε: «Μη μπαίνεις μέσα στην αυλή. Δεν σε θέλω». «Μα γιατί, τι έκανα;» «Αυτό που σου είπα, από μακριά άκουσέ με. Άλλαξε όλα αυτά που κάνεις και μετά θα ‘ρθεις σε μένα. Εγώ μάγια δεν κάνω. Εγώ σας δέχομαι μόνο, αν μετανοήσετε και έρθετε στην πίστη τη δική μου».
Ήρθε μετά η θεία μου στο σπίτι και μου παραπονέθηκε: «Έκανα τόσο δρόμο να ‘ρθω από το χωριό εδώ και μόλις πήγα ο καλόγερος μ’ έδιωξε. Πήγαινε και ρώτα τον γιατί».
Εγώ είχα μία τόλμη, αντί για φόβο, ήμουν μόλις 17 χρονών. Την άλλη μέρα τον συνάντησα στον δρόμο και τον σταμάτησα: «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι», τον είπα. «Ξέρω πολύ καλά τι ζητάς να μάθεις. Παιδί μου, αυτήν την θεία σου πέστην να πάει να αλλάξει τα πάντα από αυτά που κάνει. Να ‘ρθει στον δρόμο τον δικό μου και πάντα δεκτή είναι. Παιδί μου, φωτιά έρχεται, καίει, όπου έρχεται δεν καίει μόνον ένα, όλους θα μας κάψει».
Εγώ η καϋμένη τον κοίταζα απορημένη. Πού βλέπει, σκεφτόμουν, τη φωτιά; Μα εκείνος με τα φωτισμένα μάτια της ψυχής του έβλεπε τη φλογισμένη κακία των δαιμόνων εναντίον μας.
Από το Νευροκόπι πεζοί ήρθαν κάποια άτομα. Μία γυναίκα μέσα σ’ αυτές βλασφημούσε και όλο άσχημα λόγια έλεγε. Είπε στις άλλες γυναίκες, όταν θα πάνε στον καλόγερο, να την πάρουν μαζί τους. Οι άλλες δύο είπαν να μη την πάρουν, γιατί όλο βλασφημάει. Την έκριναν άπιστη και αυτές βρέθηκαν πιο σωστές, γι’ αυτό δεν την πήραν μαζί τους.
Όταν ήρθαν στον Γέροντα τις ρώτησε: «Γιατί ήρθατε;». «Ήρθαμε να μας δώσεις την ευχή σου». «Τίποτε δεν σας δίνω. Εσείς θεωρήσατε τον εαυτό σας καλύτερο. Εκείνη μπορεί να βλασφημούσε, αλλά δεν είναι κακιά γυναίκα, τα βάσανα την έκαναν έτσι».
Τις έστειλε πίσω, την πήραν και άλλη φορά ήρθαν όλες μαζί. Το είδαμε αυτό με τα μάτια μας, ήταν άγιος.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 234 (αποσπάσματα).
Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης και η φλογισμένη κακία των δαιμόνων