Ο όσιος πατήρ ημών Ναούμ γεννήθηκε σε βυζαντινό έδαφος την εποχή που η Εκκλησία γνώριζε την αναστήλωση των σεπτών εικόνων (περί το 843). Έγινε μαθητής των ενδόξων αποστόλων των Σλάβων, αγίων Κυρίλλου (Κωνσταντίνου), Μεθοδίου και Κλήμεντος, και αναχώρησε μαζί τους σε ιεραποστολική περιοδεία στις απολίτιστες περιοχές της κεντρικής Ευρώπης (περί το 863).
Το νεοσύστατο βασίλειο της Μοραβίας (περιοχή του Μέσου Δουνάβεως μεταξύ Βοημίας, Βαυαρίας και Σλοβακίας) αποτελούνταν από σλαβικά φύλα που ήταν ακόμη βάρβαρα. Αναρίθμητες ήσαν οι δοκιμασίες, οι διαρκείς ταλαιπωρίες, η χλεύη και η κακομεταχείριση από τους ειδωλολάτρες, η πείνα, το ψύχος και τα πλήγματα που υπέμειναν οι πραγματικοί αυτοί Απόστολοι του Χριστού πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό μεταφέροντας τον λόγο του Θεού.
Σύντομα όμως γνώρισαν μεγάλη επιτυχία διότι – σε αντίθεση προς τους Φράγκους ιεραποστόλους, που προέρχονταν από την Γερμανία και ήθελαν να επιβάλουν την γλώσσα και τα ήθη των Λατίνων – γνώριζαν την διάλεκτο των κατοίκων της περιοχής και είχαν αρχίσει να μεταφράζουν στα σλαβικά την Αγία Γραφή και την Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Καθώς η διάλεκτος των κατοίκων δεν είχε γραπτή μορφή, οι άγιοι επινόησαν ένα αλφάβητο και με βιβλία και γραφές έθεσαν στέρεα θεμέλια της αποστολής τους.
Το έργο είχε προχωρήσει και οι άγιοι πήγαν στην Ρώμη για να λάβουν την υποστήριξη και την εγγύηση του πάπα Αδριανού Β’ (867-872). Τους επιφυλάχθηκε λαμπρή υποδοχή στην αυλή του πατριάρχη της Δύσεως και τιμήθηκαν ως πραγματικοί απεσταλμένοι του Θεού.
Μετά από αντιπαραβολή με το ελληνικό κείμενο, οι μεταφράσεις τους κρίθηκαν απολύτως πιστές και κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν για τον ευαγγελισμό των σλαβικών λαών. Ο πάπας με χαρά τους έδωσε την ευλογία του, χειροτόνησε πρεσβυτέρους κάποιους από τους μαθητές τους και έδωσε εντολή να τελέσουν την Λειτουργία στα σλαβικά σε ναούς της πόλεως.
Κατά την διάρκεια της διαμονής τους, ο Θεός τόσο απλόχερα έδωσε την χάρη του στους αποστόλους αυτούς, ώστε μπορούσαν με μια ματιά τους μόνο να θεραπεύουν τους αρρώστους και τους τυραννισμένους που προσέρχονταν και ζητούσαν τις δεήσεις τους. Παρότι ο όσιος Ναούμ ήταν το νεώτερο μέλος της συνοδείας, δεν υστερούσε σε αποστολικό ζήλο και θαυματουργικά χαρίσματα.
Αφού άφησαν τον άγιο Κωνσταντίνο να τελειώσει εν ειρήνη τις ημέρες του σ’ ένα μοναστήρι της Ρώμης με το όνομα Κύριλλος, ο άγιος Μεθόδιος και η συνοδεία του πήραν εκ νέου τον δρόμο για τις πεδιάδες του Βορρά.
Ο Μεθόδιος είχε διορισθεί από τον πάπα αρχιεπίσκοπος Παννονίας, με έδρα τον αρχαίο επισκοπικό θρόνο του Σιρμίου, και δικαιοδοσία επί των σλαβικών πληθυσμών της Παννονίας, Μοραβίας, Σλοβακίας και τμήματος της Κροατίας, και αποστολή του ήταν να συνεχίσει το έργο που είχε αρχίσει.
Οι συνθήκες όμως είχαν αλλάξει: ο ηγεμόνας της Μοραβίας, επιδιώκοντας την προστασία του Φράγκου βασιλέα Λουδοβίκου του Γερμανικού, είχε υποτάξει την χώρα του στην επιρροή Γερμανών ιεραποστόλων, οι οποίοι προσπαθούσαν να διαδώσουν την αιρετική διδασκαλία των Λατίνων σχετικά με το Άγιο Πνεύμα (filioque) και επιθυμούσαν να επιβάλουν παντού την τέλεση της Λειτουργίας στην λατινική γλώσσα, επιτρέποντας την χρήση της σλαβικής μόνο για το κήρυγμα.
Φθάνοντας στην επισκοπική τους επαρχία, ο αρχιεπίσκοπος Μεθόδιος και οι ιεραπόστολοί του θεωρήθηκαν σφετεριστές. Τους συνέλαβαν, τους κακομεταχειρίστηκαν και τους φυλάκισαν κρυφά σε μια φυλακή της Σουαβίας, όπου δεν είχαν τα στοιχειώδη για να αντιμετωπίσουν την δριμύτητα του κλίματος.
Στην φυλακή, ο όσιος Ναούμ κατέδειξε εκ νέου την δύναμη της προσευχής του, χάρις στην οποία άνοιξαν θαυματουργικώς οι πύλες. Απελευθερώθηκαν τελικά και μπόρεσαν να ξαναρχίσουν το έργο της θεμελίωσης της σλαβικής Εκκλησίας της Κεντρικής Ευρώπης, μέσα σε δυσκολίες και αντιξοότητες που προέρχονταν λιγότερο από τους βαρβάρους και περισσότερο από τους Φράγκους ιεραποστόλους.
Μετά την κοίμηση του αγίου Μεθοδίου (885), ο διάδοχός του Γοράζδος και οι κύριοι μαθητές του, Λαυρέντιος, Κλήμης, Αγγελάριος και Ναούμ, κλείσθηκαν πάλι στην φυλακή ως αποτέλεσμα των μηχανεύσεων των Γερμανών ιεραποστόλων· οι τρεις τελευταίοι μάλιστα εξορίσθηκαν.
Ο άγιος Κλήμης και η συνοδεία του κατευθύνθηκαν τότε στο ορθόδοξο χριστιανικό βασίλειο της Βουλγαρίας, όπου έγιναν δεκτοί με χαρά και σεβασμό από τον βασιλέα Βόρις, ο οποίος τους προσέφερε κάθε διευκόλυνση για να συνεχίσουν το ιεραποστολικό έργο τους χρησιμοποιώντας ελεύθερα την σλαβική γλώσσα.
Κατά την διάρκεια αυτών των ιεραποστολικών περιοδειών, ο Ναούμ ίδρυσε μονή που έλαβε το όνομά του στην νότια όχθη της λίμνης της Αχρίδος. Εκεί ενταφιάσθηκε η σορός του μετά την μακαρία κοίμησή του και τιμάται έκτοτε ευλαβικά από τους χριστιανούς της περιοχής.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τέταρτος, Δεκέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι.