Κάποιος μοναχός από την Αντιόχεια, ευλαβής, από το μοναστήρι του Ιουστινιανού, ταξίδεψε στους αγίους Τόπους για προσκύνημα. Και αφού έμεινε αρκετό καιρό εκεί, του τελείωσαν τα χρήματα· και μη ξέροντας τι να κάνει, καθόταν σε κάποιο από τα ιερά προσκυνήματα στενοχωρημένος.
Αποκαμωμένος όπως ήταν, αποκοιμήθηκε λίγο και βλέπει τον Ιησού να του λέει: «Πήγαινε στον οικονόμο της αγίας Αναστάσεως και πες του ότι ο Ιησούς με έστειλε σε σένα· δώσε μου ένα νόμισμα, και θα σου κάνω ιδιόχειρη απόδειξη, και όταν έρθει ο Ιησούς θα σου το δώσει».
Ξύπνησε ο μοναχός και έκανε προσευχή πιστεύοντας στα λόγια αυτά. Και πηγαίνει, βρίσκει τον οικονόμο και του λέει όπως προστάχθηκε. Του λέει εκείνος: «Και πότε θα έρθει ο Ιησούς και θα μου δώσει το νόμισμα;» Και απαντά ο μοναχός: «Εγώ σου είπα όπως άκουσα, λοιπόν κάνε όπως νομίζεις».
Λέει τότε ο οικονόμος: «Κάνε μου την ιδιόχειρη απόδειξή σου». Και ο μοναχός κάθισε και έγραψε τα εξής: «Εγώ, ο μοναχός Ιωάννης από την Αντιόχεια της Συρίας, ομολογώ ότι πήρα από σένα, τον Στέφανο τον θεοφιλέστατο πρεσβύτερο και οικονόμο του ναού της αγίας Αναστάσεως του Χριστού του Θεού μας, επειδή βρέθηκα σε ανάγκη, ένα νόμισμα. Και για εξασφάλισή σου έκανα αυτή την ιδιόχειρη απόδειξη ώστε, όταν έρθει ο Κύριος Ιησούς, να σου το δώσει». Και παίρνοντας το νόμισμα έφυγε.
Το ίδιο βράδυ βλέπει ο οικονόμος σε όραμα κάποιον να του λέει: «Πάρε το νόμισμα και δώσε την απόδειξη του μοναχού». Καθώς όμως αυτός, λέει, αντιδρούσε λέγοντας: «Εκείνος μου είπε ότι ο Ιησούς θα έρθει και θα το δώσει», του λέει πάλι: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, πάρε το νόμισμα και δώσε την απόδειξη. Μήπως θέλεις και παραπάνω; Να το νόμισμά σου».
Ξυπνώντας τρομαγμένος και κατάπληκτος έστειλε ανθρώπους στον μοναχό λέγοντας: «Κοιτάξτε και όπου τον βρείτε, να μου τον φέρετε». Έφυγαν αυτοί, τον βρήκαν και του λένε: «Έλα, σε θέλει ο οικονόμος». Εκείνος φοβήθηκε και είπε μέσα του: «Οπωσδήποτε άλλαξε γνώμη και θέλει πίσω το νόμισμα», και πήγαινε με φόβο. Μόλις ο οικονόμος τον είδε, του λέει: «Εξάπαντος, κύριε αββά, σήμερα θα γευματίσεις μαζί μου». Εκείνος περισσότερο φοβήθηκε ότι πρόκειται να επιστρέψει το νόμισμα.
Την ώρα που έτρωγαν λέει ο οικονόμος: «Κύριε αββά, πάρε και όσα άλλα χρυσά νομίσματα θέλεις και δώσε μου γραμμάτιο». Του λέει εκείνος: «Συγχώρεσέ με, δεν χρειάζομαι άλλο, μου αρκεί το ένα».
Του διηγήθηκε τότε το όραμα και τον παρακαλούσε λέγοντας: «Πάρε δέκα λίτρες (*) χρυσά νομίσματα και δώσε μου ιδιόχειρη απόδειξη». Και ο μοναχός του είπε: «Αποκλείεται να πάρεις από μένα άλλο γραμμάτιο, διότι και ο Κύριος δεν μου είπε να πάρω παραπάνω. Και αν πράγματι πιστεύεις στον Χριστό, είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να σου κάνουν παρόμοιο γραμμάτιο».
Και όλοι όσοι άκουσαν θαύμασαν τις αψευδείς υποσχέσεις του Θεού (Παροιμ. 19:17).
(*) Μια λίτρα είχε 72 χρυσά νομίσματα.
Από το βιβλίο: Άγνωστες σελίδες του Γεροντικού. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 61.