«Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν
αιώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 18:29-30).
Κάποιος άρχοντας της συναγωγής ρώτησε τον Κύριό μας: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;»
Να το μεγάλο και αιώνιο ερώτημα του κάθε ανθρώπου. Τι να κάνω για να σωθώ; Τι να κάνω για να ζήσω;
Ο θάνατος είναι αφύσικο πράγμα, γι’ αυτό και ανεπιθύμητος από την ανθρώπινη φύση. Πόθος συνειδητός ή ασυνείδητος όλων μας η ζωή. Η ζωή η αληθινή, η μακαρία και χωρίς τελειωμό. Η ζωή του χαμένου παραδείσου, η ζωή την οποία δημιουργεί μέσα μας το άγιο Πνεύμα.
Και ο Χριστός υπέδειξε στο συνομιλητή του το δρόμο και τη μέθοδο. Γνωρίζεις τις εντολές. Να μη μοιχεύσεις, να μη φονεύσεις, να μη ψευδομαρτυρήσεις· να τιμάς τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Όταν δε εκείνος τον διαβεβαίωσε ότι όλα αυτά τα τηρεί από τη νεότητά του, ο Ιησούς του είπε: «Ακόμη ένα σου λείπει· πούλησε όλα όσα έχεις, μοίρασέ τα στους φτωχούς και ακολούθησέ με».
Φαίνεται όμως ότι ο Κύριος χτύπησε στο αδύνατο σημείο. Προφανώς ο άρχοντας ήταν προσκολλημένος στα πλούτη του και δεν μπορούσε να τα αποχωριστεί, διότι όταν άκουσε τα λόγια αυτά, έγινε περίλυπος και «απήλθε»· ο δε Κύριος είπε, ότι είναι ευκολότερο μια καμήλα να περάσει από την τρύπα που αφήνει μια βελόνα παρά πλούσιος να μπει στη βασιλεία του Θεού. Όμως, εκείνα που είναι τόσο δύσκολα, αδύνατα στους ανθρώπους, είναι δυνατά στο Θεό. Στο σημείο αυτό, όπως αναφέρει παρακάτω ο ευαγγελιστής Λουκάς, παρατήρησε ο Πέτρος: «Να εμείς αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε», ο δε Κύριος τόνισε ότι κανείς δεν υπάρχει που να άφησε σπίτι ή γονείς ή αδελφούς ή γυναίκα ή παιδιά για τη βασιλεία του Θεού, και δε θα απολαύσει πολλαπλάσια στην επίγεια αυτή ζωή και ζωή αιώνια στον μέλλοντα αιώνα.
Φαίνεται λοιπόν ότι για να ακολουθήσει κανείς το Χριστό, για να προοδεύσει πνευματικά, για να γίνει δεκτικός της βασιλείας του Θεού και ενεργούμενος από αυτή, είναι απαραίτητο να απαρνηθεί, να απελευθερωθεί από κάποια πράγματα τα οποία τον εμποδίζουν από το να έχει σωστή σχέση με το Χριστό, και δεν του επιτρέπουν να γίνει δοχείο της χάριτος του Θεού. Εάν όμως κατορθώσει να απαλλαγεί από τα εμπόδια αυτά, το κέρδος θα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτά τα οποία κατ’ αρχάς στερήθηκε.
Ποια είναι όμως αυτά που πρέπει κανείς να αφήσει για να κερδίσει τη βασιλεία του Θεού, να εισέλθει και να ζει στον παράδεισο;
Πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ των πραγμάτων και της προσκολλήσεως στα πράγματα.
Τα πράγματα του κόσμου τούτου ως δημιουργήματα του Θεού είναι αυτά καθ’ εαυτά καλά. Ο Θεός όλα τα έκανε «καλά λίαν», με σκοπό, αφενός μεν να εξυπηρετούν τις βιοτικές μας ανάγκες, αφετέρου δε να προσφέρονται για τη δόξα του Θεού και προς όφελος των συνανθρώπων μας. Η καρδιά μας όμως πρέπει να είναι ελεύθερη από αυτά, και από τα πράγματα και από τα πρόσωπα, για να δίνεται ολοκληρωτικά στο Θεό.
Αυτή είναι η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή ο νους πρέπον είναι να ζητά να γνωρίσει μόνο το Θεό. Με την επιθυμία να ποθούμε μόνο το Θεό και με το θυμό, το συναίσθημα, να αγωνιζόμαστε να επιτύχουμε μόνο αυτόν. Όλα αυτά αποτελούν τη θεία αγάπη, η οποία κάνει τον άνθρωπο κατάλληλο να δεχθεί τη βασιλεία του Θεού, δηλαδή τη χάρη του Θεού, να ενωθεί και να γίνει όμοιος με αυτόν, θεός κατά χάριν. Όταν όμως υπάρχει ο πόθος, η αγάπη του κόσμου, η ψυχή αντί προς το Θεό κινείται προς τον κόσμο, την ύλη και τις κοσμικές δόξες και ο άνθρωπος αντί θεός γίνεται και αυτός κόσμος. Αντί να ανέβει κατεβαίνει. Αυτό είναι η πτώση και η αμαρτία και η στέρηση της βασιλείας, της χάριτος του Θεού.
Δεν είναι λοιπόν τα πράγματα κακά, αλλά η προσκόλληση σε αυτά και η απομάκρυνση από το Θεό. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος σχολιάζοντας το «πας όστις αφήκε γυναίκα» μας λέγει ότι εδώ ο Χριστός δεν συνιστά τη διάλυση του γάμου αλλά από όλα να προτιμούμε την ευσέβεια· δηλαδή πάνω από όλα να βάζουμε την αγάπη προς το Θεό. Όταν πατέρες προτρέπουν τα παιδιά τους στην ασέβεια και γυναίκες τους άνδρες, τότε ας μη λογίζονται ούτε γυναίκες ούτε πατέρες· πράγμα που και ο Παύλος έλεγε: εάν δε ο άπιστος χωρίζεται, ας χωρισθεί.
Όμως αν κάτι στερηθούμε για το Χριστό, για τη βασιλεία του Θεού, όχι μόνο πνευματικά αλλά και υλικά θα βγούμε κερδισμένοι. Όποιος άφησε –μας διαβεβαίωσε ο Κύριος– σπίτι ή γονείς ή αδέλφια ή γυναίκα ή παιδιά για χάρη της βασιλείας του Θεού, θα κερδίσει στη ζωή αυτή πολύ περισσότερα και στη μέλλουσα, ζωή αιώνια.
Παράδειγμα οι Απόστολοι. Όπως παρατηρεί και πάλι ο χρυσορρήμων άγιος, αφού άφησαν το καλάμι και το δίχτυ του ψαρέματος, είχαν υπό την εξουσία τους τις περιουσίες όλων. Τα χρήματα από τα σπίτια και τα χωράφια και αυτά τα σώματα των πιστών. Διότι και το να σφαγούν για χάρη τους πολλές φορές προτιμούσαν, καθώς ο Παύλος σε πολλούς έλεγε· εάν ήταν δυνατόν θα βγάζατε τους οφθαλμούς σας και θα μου τους δίνατε. Αλλά και εμείς πόσες φορές δεν διαπιστώσαμε ότι, όταν κάποιος δίνει ελεημοσύνη, γίνεται κατόπιν αποδέκτης πολύ περισσοτέρων ευλογιών;
Όμως, όποιος αφήνει κάτι για το Χριστό δεν κερδίζει μόνο αμέσως αλλά και εμμέσως. Ο ελεήμων, π.χ., επειδή ξεπέρασε το πάθος της φιλαργυρίας, και αν ακόμη δεν έχει πολλά υλικά αγαθά, ζει πιο άνετα και πιο ευχάριστα από τον κάθε πλούσιο που βασανίζεται από την πλεονεξία, καθώς νομίζει ότι όσα έχει δεν του φτάνουν και διαρκώς προσπαθεί να αποκτήσει όσα του λείπουν. Παρόμοια και ο ταπεινός είναι πιο ειρηνικός και αναπαυμένος από τον κάθε φιλόδοξο που κυνηγά αγωνιωδώς τη δόξα των ανθρώπων.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι όσοι στερούνται παρηγοριές, ηδονές και δόξες για τη βασιλεία του Θεού, γίνονται δοχεία δεκτικά, δοχεία κατάλληλα για αυτή τη βασιλεία, μπρος στην οποία όλοι οι επίγειοι θησαυροί και απολαύσεις δεν έχουν καμμιά αξία.
Με αυτή τη μέθοδο, την αποδέσμευση δηλαδή από τα φθαρτά, και γενικότερα από καθετί που δεν είναι ο Θεός, και την αγάπη και δέσμευση και ένωση με τον άφθαρτο και αιώνιο Θεό, επέτυχαν οι άγιοι την αιώνια ζωή. Με την ίδια μέθοδο, και με τις πρεσβείες τους, είθε να την επιτύχουμε και εμείς. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας