«Άννα …την αγνήν αειπάρθενον προσάγει μετ’ ευφροσύνης εις τον ναόν του Θεού» (Απόστιχα Εισοδίων).
Οι ευλογημένοι Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα δεν παύουν να μας εκπλήττουν ευχάριστα, καθώς, εναλλασσόμενο αδιάκοπα το ετήσιο εορτολόγιο, αποκαλύπτει μπροστά μας αξιοπρόσεκτες πτυχές της θεοχαρίτωτης ζωής τους.
Δεν πρόλαβαν να χαρούν καλά-καλά την αγαπημένη τους κορούλα, που είχαν αποκτήσει προς τη δύση της ζωής τους, μετά από ισόβια σχεδόν αναμονή. Τρία χρόνια όλα κι όλα την έζησαν και τη χάρηκαν. Μα ήταν αρκετά αυτά για να αναπληρώσουν στην ευγνώμονη καρδιά τους τη λύπη για τη μακρά περίοδο της πικρής αναμονής.
Είχαν διδαχθεί να αποδέχονται ήρεμα το θέλημα του Θεού. Αν και επώδυνη η αναμονή τους, δεν τους εξώθησε ποτέ σε αλλαγή στάσης απέναντι στον Θεό. Η στάση τους, στάση εμπιστοσύνης και αγάπης, ήταν απόλυτα σταθερή, χωρίς να στηρίζεται στο δούναι και λαβείν. Αν και αδιάλειπτο το αίτημά τους, δεν ήταν μονόπλευρα απαιτητικό, επίμονα εγωκεντρικό. Ζητούσαν και περίμεναν. Χωρίς να βάζουν στον Θεό χρονοδιάγραμμα. Ζητούσαν και δεν είχαν πρόβλημα να ξαναεπιστρέψουν με ζηλευτή ευχαριστιακή διάθεση στον δωρεοδότη το δώρο του. Η Άννα θυμάται με ευγνωμοσύνη τον καιρό που παρακαλούσε με πίστη και προσευχή τον Θεό να αποκτήσει τέκνο και θεωρεί απολύτως δίκαιο «μετά τόκον το κύημα προσάγειν τω παρέχοντι». Να αντιπροσφέρει το παιδί της σ’ αυτόν που της το έδωσε. Αναγνωρίζει ότι «νόμιμον όντως το έργον εστίν».
Είχαν το ουσιωδέστερο, τον Θεό. Δεν ήταν καίριας σημασίας συνεπώς γι’ αυτούς σε τίνος τα χέρια θα βρίσκονταν τα δώρα του. Πρόθυμα του τα αντιπρόσφεραν. Όχι από ανάγκη. Όχι με μίζερη, γκρινιάρικη διάθεση. Αλλά με χαρά. «Μετ’ ευφροσύνης». Και με διάθεση ευγνωμοσύνης. Γι’ αυτό στην ορισμένη ώρα, όπως είχαν υποσχεθεί στον Θεό, έφεραν την τρίχρονη μόλις θυγατέρα τους στα Άγια των Αγίων, στον ναό, δώρο, αφιέρωμα σ’ αυτόν. Καταλάβαιναν πως πιθανότατα δεν θα την έβλεπαν ποτέ ξανά. Ήταν γέροι. (Και πράγματι, όταν η Παναγία – δεκαπεντάχρονη πλέον – βγήκε απ’ τον ναό, οι γονείς της δεν ζούσαν πια.) Μα δεν θρηνούν γι’ αυτό. Δεν κλαίνε για τον αποχωρισμό της. Χαίρονται που την προσφέρουν στον Θεό, για να γίνει «ιερόν ανάθημα (= αφιέρωμα), ευώδες θυμίαμα, δοχείον του απροσίτου και θείου Φωτός, του Ιησού οικητήριον, Θεομήτωρ και Θεόνυμφος» (Υμνολογία των Εισοδίων).
Το γνήσιο της συμπεριφοράς τους φαίνεται και από το ότι προετοίμασαν και τη μικρή τους κόρη να δεχθεί με τον ίδιο τρόπο το γεγονός της αφιέρωσης και του αποχωρισμού της από τους γονείς. Και, πράγμα αφύσικο για παιδάκι τριών χρονών, η όντως χαριτωμένη Μαρία φεύγει με χαρά από την αγκαλιά τους, ανεβαίνει τα σκαλιά του ναού «περιχορεύουσα (= χορεύοντας), χαίρει εισερχομένη εν τω Ναώ… Και χαίρουσι συν αυτή Ιωακείμ και η Άννα τω πνεύματι». Οι άγιοι γεννήτορες, «συζυγία η άριστος, Ιωακείμ και η Άννα χορεύοντες», δεν θρηνούν, αλλά σκιρτούν από χαρά. «Η Άννα η άμεμπτος ηγαλλιάτο, ως δώρον πολύτιμον τω Θεώ προσφέρουσα εν τω ναώ μητρικώς, Ιωακείμ δε συν αυτή πανηγυρίζει φαιδρώς».
Η αφιέρωση της κόρης τους στον Θεό είναι γεγονός ευφρόσυνο γι’ αυτούς. «Ευφραίνεται σήμερον φαιδρώς Ιωακείμ, και Άννα η άμεμπτος Κυρίω τω Θεώ προσφέρει θυσίαν την δοθείσαν αυτή, εξ επαγγελίας, αγίαν θυγατέρα». Όχι μόνο δεν στενοχωριούνται για τον πρόωρο αποχωρισμό τους από την αγαπημένη τους κόρη, αλλά αντιθέτως παρακινούν και τους άλλους να χαρούν μαζί τους. «Υποδέχου ουν την άχραντον εν τω Ναώ του Κτίστου σου και χαίρων ψάλλε αυτώ», παρακινεί τον Ζαχαρία «σκιρτώσα» η Άννα. Αδιανόητα πράγματα για το φτωχό μας μυαλό! Μεγαλειώδες φαινόμενο και οι γονείς και η κόρη! Πώς να μην ανακράξει περιχαρής και εκστατικός «ο Βαραχίου υιός», ο προφήτης Ζαχαρίας και πατέρας του Προδρόμου: «Χαίρε θαύμα παγκόσμιον»!
Εμείς τώρα; Προσφέρουμε τίποτε στον Θεό; Σταυρώνουμε τα πάθη μας και τις επιθυμίες μας για να ετοιμάσουμε και να προσφέρουμε τον εαυτό μας «εις κατοίκησιν» του παμβασιλέως Θεού; Θυμούμαστε ότι και το δικό μας σώμα «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματός εστιν» (Α’ Κορ. 6:19); Πόσο φροντίζουμε αυτόν τον ναό; Τον φυλάγουμε μακριά «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’ Κορ. 7:1), αγαπώντας «την ευπρέπειαν του οίκου» Του; Και με ποια διάθεση το κάνουμε αυτό; Με προθυμία και χαρά ή με τη μίζερη αδιάκοπη γκρίνια μας για τις ατέλειωτες (δήθεν) απαιτήσεις του Θεού;
Κι όταν το παιδί μας ή κάποιος άλλος δικός μας θέλει να αφιερωθεί στον Θεό, πώς αντιδρούμε; Κυριεύει τότε την καρδιά μας η χαρά όπως τους Θεοπάτορες; Ή μήπως την κατακλύζει η πνευματική μιζέρια σαν άλλος μολυσματικός λοιμός, μαραίνοντας εν τη γενέσει του και πνίγοντας κάθε «καλόν σπέρμα» που ο Θεός πασχίζει να φυτέψει στις ψυχές των παιδιών μας και στις δικές μας ψυχές;
«Αντιύλη» – Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα