Κατά κόσμον Ανδρέας Ζαβαλάχιν, ο όσιος Αδριανός καταγόταν από οικογένεια βογιάρων της αυλής του μεγάλου ηγεμόνα Ιωάννη Γ’ Βασίλιεβιτς (1440-1505). Ζώντας στα κτήματα των γονέων του, κοντά στην λίμνη Λαντόγκα, πήγαινε συχνά για κυνήγι στο δάσος.
Μία ημέρα του 1494, ενώ καταδίωκε ένα ελάφι, έφθασε μπροστά στο κελλί του αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ [30 Αυγ.], που ασκήτευε εκεί δίχως να δει ανθρώπου πρόσωπο για επτά χρόνια. Ο νέος ένιωσε έντονο θαυμασμό για τον άγιο και άρχισε να τον επισκέπτεται συχνά. Του έφερνε τα χρειώδη και λάμβανε σε αντάλλαγμα τις πολύτιμες πνευματικές συμβουλές του.
Με την ευλογία του αγίου Αλεξάνδρου εισήλθε στην Μονή Βαλαάμ και μετά από κάποιο διάστημα έλαβε την άδεια των γερόντων να πάει να ζήσει μόνος στην ανατολική όχθη της λίμνης Λαντόγκα. Έκτισε εκεί έναν ναό αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και άλλον ένα στον άγιο Νικόλαο. Όταν συγκεντρώθηκαν γύρω του μαθητές, ίδρυσε κοντά στον ναό την Μονή του αγίου Νικολάου που οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζουν Οντρούσσοφ (ήτοι «του Ανδρέου»).
Στο δάσος της νήσου Σάλα, απέναντι από το ερημητήριο του οσίου, ζούσε ένας ληστής που προκαλούσε πολλές δυσκολίες στον όσιο Αδριανό. Αλλά με την γλυκύτητά του, ο άνθρωπος του Θεού κατάφερε να τον μαλακώσει και ο ληστής τον άφησε στην ησυχία του.
Αργότερα άλλοι κακοποιοί επιτέθηκαν στον ληστή και τον πήραν αιχμάλωτο. Αυτός αίφνης είδε να εμφανίζεται μπροστά του ο όσιος Αδριανός και να του λέει: «Χάρις στην φιλευσπλαχνία του Θεού, στο Όνομα του οποίου σου ζήτησα να λυπηθείς την αδελφότητά μας, είσαι ελεύθερος!» Τα σίδερα έπεσαν από τον αιχμάλωτο και ελεύθερος έτρεξε στην μονή για να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του. Έμαθε τότε ότι ο όσιος είχε περάσει όλη την νύχτα προσευχόμενος γι’ αυτόν.
Μετά τα γεγονότα αυτά, ο αρχιληστής, συναισθανόμενος ότι ο διεφθαρμένος βίος του τον οδηγούσε στην απώλεια, μεταστράφηκε και ήρθε να ζητήσει από τον όσιο να τον οδηγήσει στην σωτηρία. Εκάρη μοναχός με το όνομα Κυπριανός και με τους ασκητικούς αγώνες του, την αγάπη και φιλευσπλαχνία του κατάφερε όχι μόνο να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του, αλλά και να λάβει το χάρισμα της θαυματουργίας και έτσι μετά τον θάνατό του (1598) πολλοί ήσαν εκείνοι που ερχόμενοι να τιμήσουν τον τάφο του στην εκκλησία της μονής που είχε ιδρύσει στο Στορόικα, λάμβαναν ουράνιες ευεργεσίες.
Το 1549, ο όσιος Αδριανός κλήθηκε στην αυλή της Μόσχας για να γίνει ανάδοχος της αυτοκράτειρας Άννας, θυγατέρας του τσάρου Ιωάννη Δ’. Στον δρόμο της επιστροφής, ενώ βρισκόταν είκοσι βέρστια απόσταση από την μονή του, κοντά στο χωριό Όμπγια, δολοφονήθηκε από κακοποιούς που ήθελαν να αρπάξουν τα δώρα που του είχε προσφέρει η αυτοκράτειρα (15 Μαΐου 1550).
Κανείς δεν γνώριζε τι είχε απογίνει, μέχρι που δύο χρόνια αργότερα ο όσιος εμφανίσθηκε στους γέροντες της μονής και τους διηγήθηκε πώς είχε βρει τον θάνατο. Με διαταγή του άφησαν ελεύθερο ένα άλογο που πήγε κατευθείαν να βρει τα λείψανα του οσίου, τα οποία μεταφέρθηκαν στον ναό του Αγίου Νικολάου.
Στα κατοπινά χρόνια, το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε και ερήμωσε. Το 1789, ο ιερομόναχος Ιννοκέντιος, που μία καταιγίδα τον αιφνιδίασε στον τόπο εκείνο, έδωσε την υπόσχεση να ανακαινίσει την μονή. Έναν μήνα αργότερα, ο άγιος Νικόλαος παρουσιάστηκε σ’ αυτόν συνοδευόμενος από τον όσιο Αδριανό για να του υπενθυμίσει την υπόσχεσή του, αναγγέλλοντάς του μία νέα δοκιμασία.
Τον επόμενο χρόνο, ο Ιννοκέντιος βρέθηκε πάλι με καταιγίδα στον τόπο εκείνο, αλλά και πάλι ανέβαλε την πραγματοποίηση της υπόσχεσής του. Πολύ αργότερα είδε σε όνειρο τον όσιο Αδριανό που τον έσωσε από πνιγμό και του υπενθύμιζε την υπόσχεσή του.
Μόνο τριάντα χρόνια αργότερα τελικά, ο στάρετς Ιννοκέντιος μπόρεσε να ανακαινίσει το ερημητήριο (1817) και, το 1883, κτίσθηκε εκεί ένα παρεκκλήσιο στον τόπο του μαρτυρίου του οσίου Αδριανού.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δωδέκατος, Αύγουστος, σελ. 293. Ίνδικτος, Αθήναι 2009.