Το 1957 από την Κρύα Βρύση Γιαννιτσών είχε πάει στο μοναστήρι μία ομάδα συγγενών, δίχως να έχει προειδοποιήσει. Ήταν Δευτέρα της Διακαινησίμου. Ο όσιος Γεώργιος τους περίμενε και είχε ετοιμάσει από μία λαμπάδα κι ένα κόκκινο αυγό για τον καθένα, όσοι ακριβώς ήταν, απευθύνοντας τον κοσμοχαρμόσυνο χαιρετισμό, «Χριστός Ανέστη».
Μία γυναίκα από το χωριό της Σίψας ξεκίνησε να πάει στο εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Στον δρόμο όμως μετάνοιωσε και πήγε στο μοναστήρι του οσίου. Μόλις εισήλθε στην αυλή, τη φώναξε ο όσιος Γέροντας: «Έλα-έλα, εκεί που θα πήγαινες, εκεί θα πας». Πράγματι όταν γύρισε σπίτι της, είχε τόση δύναμη μέσα της, που πήρε κεριά και ξεκίνησε για τον άγιο Γεώργιο. Ούτε κατάλαβε πότε έφθασε, γιατί ήταν ο δρόμος μακρύς και ανηφορικός.
Η ίδια διηγείται πως πήγαινε ο Γέροντας μερικές φορές στο σπίτι τους. Τους έλεγε: «Εγώ θα σας μαγειρέψω σήμερα, θα σας κάνω πιλάφι». Ξαφνικά όμως σηκωνόταν, σαν κάτι να έβλεπε και έλεγε: «Τώρα θα φύγω, γιατί από τη Δράμα έρχονται προσκυνητές στο μοναστήρι. Πρέπει να είμαι εκεί, να τους φιλοξενήσω». Και ετοίμαζε ακριβώς για όσα πρόσωπα θα έρχονταν.
Σε κάποιον του έκανε ζημιά κάποιος στα κτήματά του. Νευριασμένος μονολογούσε: «Να δεις τι θα του κάνω, θα του κάψω τη θημωνιά». Ήταν καιρός νηστείας, νήστευε και πήγαινε στο μοναστήρι να μεταλάβει. Στα μισά του δρόμου σκεφτόταν θυμωμένος τι τον έκανε ο άλλος και αυτός πώς θα τον τιμωρούσε. Το καλοσκέφτηκε και μετανόησε: «Εγώ τι κάνω; Πηγαίνω να κοινωνήσω και δεν μπορώ να τον συγχωρέσω, αλλά λέω θα του κάψω τη θημωνιά;». Έτσι μετανοημένος έφθασε στον όσιο.
Μόλις πήγε να κοινωνήσει, ο όσιος Γέροντας του είπε: «Παύλε, μέχρι τον μισό δρόμο άλλα σκεφτόσουν και ευτυχώς που το μετάνοιωσες». Έμεινε άφωνος, μονολογώντας: «Τι δύναμη, να διαβάζει ακόμη και τις σκέψεις μου…».
Κάποτε πήγαινε ο ψάλτης Χατζηανέστης να κόψει ξύλα. Στον δρόμο είχε ένα ασβεστοκάμινο. Πήγε και πήρε τρία κομμάτια ασβέστη, χωρίς να πληρώσει στον ιδιοκτήτη, γιατί έλειπε.
Όταν επέστρεψε στον όσιο, του είπε αυστηρά: «Αυτό που έκανες δεν ήταν σωστό. Βλέπω τρία σκυλιά που ήρθαν από πίσω σου. Να πας να τον πληρώσεις τον άνθρωπο, γιατί είναι ο ιδρώτας του αυτός». Έτσι κι έκανε.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 160, 166, 167 (αποσπάσματα).