Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει, φωτιζόμενος από το Άγιον Πνεύμα, ότι «ου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. 5:20). Ο λόγος του επαληθεύεται για μία ακόμη φορά και κατά τον 20ό αιώνα, ο Τριαδικός Θεός ανέδειξε φωτεινούς αστέρες πρώτου μεγέθους στο εκκλησιαστικό στερέωμα, αυθεντικούς ανθρώπους «πλήρεις πίστεως και δυνάμεως» (Πραξ. 6:8), οι οποίοι ελευθέρως και εν επιγνώσει ακολούθησαν τον Χριστό, έζησαν εδραίοι και αμετακίνητοι «εν οις έμαθον και επιστώθησαν» (Β’ Τιμ. 3:14) και επορεύθησαν «δοκιμάζοντες τί εστιν ευάρεστον τω Κυρίω» (Εφεσ. 5:10).
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους του Θεού είναι και ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Ο αυθεντικός αυτός άνθρωπος του Θεού, που κατά κόσμον ονομαζόταν Αρσένιος Εζνεπίδης, γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας από ευσεβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλογία.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 7 Αυγούστου, λόγω των εκτάκτων και δεινών περιστάσεων, βαπτίστηκε στα Φάρασα από τον πατέρα Αρσένιο Χατζηεφεντή και έλαβε το όνομα Αρσένιος.
Πριν συμπληρωθεί μήνας από την γέννησή του, στις 14 Αυγούστου, ξερριζώθηκε μαζί με τους γονείς, συγγενείς και λοιπούς Φαρασιώτες από την πατρογονική του εστία και πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς.
Το πλοίο με τους πρόσφυγες έφθασε στην μητροπολιτική Ελλάδα στις 14 Σεπτεμβρίου. Η οικογένεια του Γέροντα, πριν εγκατασταθεί οριστικά στην Κόνιτσα το 1926, διέμεινε για λίγο διαδοχικά στον Πειραιά, στο Κάστρο της Κέρκυρας και σ’ ένα χωριό, την Πλαταριά, κοντά στην Ηγουμενίτσα.
Στην Κόνιτσα τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο και στην συνέχεια εργάσθηκε σαν ξυλουργός και αγρότης μέχρι το 1948, όταν κατετάγη στον στρατό. Η στρατιωτική του θητεία, τα δίσεκτα εκείνα χρόνια του εμφυλίου, διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, έως τον Μάρτιο του 1950, όταν ο ασυρματιστής Αρσένιος Εζνεπίδης πήρε το απολυτήριό του με διαγωγή «εξαίρετο».
Το 1950 πήγε στο Άγιον Όρος με σκοπό να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του, να ενδυθεί δηλαδή το αγγελικό σχήμα.
Μεταξύ των ετών 1950 και 1953 επέστρεψε στην Κόνιτσα, για να βοηθήσει την πατρική του οικογένεια.
Στις 27 Μαρτίου 1954 στην Μονή Εσφιγμένου, όπου βρισκόταν ως δόκιμος, έγινε η τελετή της «Ρασοευχής» και μετονομάσθηκε σε Αβέρκιο.
Το 1956 βρισκόταν πλέον στην Μονή Φιλοθέου. Εκεί έλαβε το «Μικρό Σχήμα» και πήρε το όνομα Παΐσιος στις 3 Μαρτίου 1957.
Το 1958, μετά από παράκληση των κατοίκων της Κόνιτσας, που κινδύνευαν πνευματικώς από «επιδρομή» Προτεσταντών, που είχαν προσηλυτίσει ογδόντα φτωχές οικογένειες, εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου Στομίου, δίπλα στον Αώο ποταμό, την οποία ανακαίνισε. Εκεί έμεινε ασκούμενος επί τετραετία και βοήθησε πολύ τους κατοίκους της περιοχής, που προσέφευγαν στην Μονή.
Το 1962 τον συναντούμε να ασκητεύει στο κελλί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, στην έρημο του Όρους Σινά, πλησίον της Μονής της Αγίας Αικατερίνης.
Το 1964 επιστρέφει στο Άγιον Όρος και εγκαθίσταται στο Κελλί των Αγίων Αρχαγγέλων, της Σκήτης των Ιβήρων.
Στις 11 Ιανουαρίου 1966 έλαβε το «Μέγα και Αγγελικό Σχήμα» από τα χέρια του παπα-Τύχωνα, στο Σταυρονικητιανό Κελλί του Τιμίου Σταυρού.
Από τις 4 Αυγούστου 1966 μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αφαιρέθηκε μεγάλο τμήμα των πνευμόνων του.
Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Λαυρεωτικό Κελλί του Υπατίου στα Κατουνάκια για εντονότερη άσκηση.
Μετά την κοίμηση του παπα-Τύχωνα, στις 10 Σεπτεμβρίου 1968, εγκαταστάθηκε στο Σταυρονικητιανό Κελλί του Τιμίου Σταυρού, όπου ασκήτεψε μέχρι το 1979.
Το 1979 εγκαταβίωσε στο Κουτλουμουσιανό Κελλί της Παναγούδας, κοντά στις Καρυές. Εκεί παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, ασκούμενος και δεχόμενος πολλές χιλιάδες ανθρώπων, που τον επισκέπτονταν για να μοιραστούν μαζί του τον πόνο τους και να ζητήσουν την συμβουλή και την προσευχή του.
Την Τρίτη, 12 Ιουλίου 1994, ανεπαύθη εν Κυρίω, στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στην Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Χρ. Ευθυμίου
τ. Επίκουρος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.