Ένας κύριος από την Περιχώρα Δράμας ανάφερε πως είχε πάει στον όσιο Γεώργιο το 1957 μαζί με τη νονά του. Μόλις πήρε την ευχή του, της είπε ο όσιος, που την έβλεπε για πρώτη φορά: «Έχεις τρεις νεκρούς χωρίς σάβανο».
Εκείνη του είπε: «Ναι, πάτερ μου, τι να κάνω; Τον πρώτο μου άνδρα τον σκότωσαν οι Τούρκοι και δεν τον είδα. Το παιδί μου, όταν ερχόμασταν πρόσφυγες, πέθανε στο πλοίο και το έριξα στη θάλασσα. Και τον δεύτερο άνδρα μου τον σκότωσαν οι Βούλγαροι το έτος 1941 και τον έριξαν με άλλους σ’ ένα λάκκο».
Ο όσιος με κατανόηση της είπε: «Θα κάνεις ό,τι θα σου πω, γιατί δεν μπορώ να τους βλέπω γυμνούς. Θα πάρεις ύφασμα και θα ντύσεις τρία ορφανά παιδάκια». Έτσι κι έκανε.
Ο ίδιος διηγείται ότι είχε πάει στο μοναστήρι σ’ ένα εσπερινό μαζί μ’ ένα κουμπάρο του, προς τον οποίο στρεφόμενος ο όσιος του είπε: «Να πεις στον πατέρα σου να πληρώσει το χρέος που έχει στην εκκλησία. Έδωσε μεν ένα μέρος, αλλά δεν εξώφλησε όλο το χρέος του. Να μη πω ότι θα πεθάνει και αυτό το χρέος θα μείνει σ’ εσένα».
Πράγματι έτσι ακριβώς ήταν, όπως το έλεγε ο όσιος, του οποίου η πνευματική όραση έφθανε μέχρι λεπτομερειών.
Ο ίδιος με συγκίνηση διηγήθηκε ότι τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1957 δημιουργήθηκε στο χωριό του μία φιλονικία μεταξύ δύο αδελφών και αυτός προσπαθούσε να τους συμφιλιώσει. Τη Μεγάλη Πέμπτη, μαζί με μία μικρή ομάδα συγχωριανών του, πήγαν στον όσιο. Μαζί τους είχε πάει και μία γυναίκα, που είχε κατηγορήσει τον αφηγητή αδίκως.
Ο όσιος ήταν ασθενής στο κελλί του. Μόλις του έβαλε μετάνοια, για να λάβει την ευχή του, του είπε ο όσιος Γέροντας: «Σταμάτα, έκανες μία φασαρία στο χωριό και γι’ αυτό ήλθες;» Του απάντησε: «Δεν ξέρω, Γέροντα, αν είμαι φταίχτης». Ο όσιος του είπε: «Όχι, δεν είσαι φταίχτης, αδίκως σε κατηγόρησε αυτή η γυναίκα». Αυτό το άκουσαν και άλλες γυναίκες που ήταν εκεί.
Στις 28.10.1958 επισκέφθηκε ο ίδιος ξανά το μοναστήρι έχοντας στην τσέπη του ένα λαχείο, που το είχε αγοράσει και δεν το είχε πει σε κανέναν. Καθώς πήγαινε για το μοναστήρι σκεπτόταν, αν θα κερδίσει, τι θ’ αγοράσει. Θ’ αγόραζε ένα φόρεμα για μια φτωχή, ένα κοστούμι σ’ ένα ορφανό κι ένα ράσο στον όσιο.
Παίρνοντας την ευχή του, του είπε ο όσιος: «Έχεις ένα λαχείο στην τσέπη σου. Πέταξέ το και να μη ξαναπάρεις λαχεία. Από αυτά που έχεις στο νου σου να πάρεις, αν κερδίσεις, δεν σου επιτρέπω να τ’ αγοράσεις. Επίσης το οικόπεδο που έχεις σκοπό ν’ αγοράσεις στη Θεσσαλονίκη, να μη το πάρεις, αλλά να μείνεις στο χωριό σου».
Ο ακροατής του οσίου εξεπλάγη από τη διορατικότητά του, γιατί πράγματα που δεν γνώριζε κανείς και τα είχε μόνο στη σκέψη του, ήταν τόσο γνωστά στον όσιο και πριν ρωτήσει, λάβαινε την πρέπουσα απάντηση.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 140.