Η επιτίμηση του αναιδούς μοναχού
Είχε συνήθεια το Κοινόβιο από καιρού εις καιρόν να ξυλεύει. Δηλαδή, έκοβαν ξύλα μια φορά για όλες τις ανάγκες της χρονιάς και συγκαλούσαν και τους κελλιώτες και όσους από τους ξένους μπορούσαν να βοηθήσουν. Μια μέρα, λοιπόν, μετά την κοπή, κάθισαν να φάγουν κατά τις δέκα η ώρα· έτσι και ο Γέροντας κάθισε σ’ ένα τραπέζι.
Ένας, λοιπόν, από τους αδελφούς συμπεριφερόμενος με αταξία, άρχισε να βωμολοχεί και να χλευάζει τους συγκαθήμενους αδελφούς και να διαρπάζει τα παρατιθέμενα στην τράπεζα. Ο δε Γέροντας, αφού έκαμε υπομονή και μια και δυο φορές, όταν είδε τον αδελφό να πέφτει σε μεγάλο πειρασμό, στρέφοντας την κεφαλή του προς αυτόν και κοιτάζοντάς τον κατά πρόσωπο τού λέγει με σοβαρή φωνή:
«Είμαστε μοναχοί, αββά. Υπερηφανεύεσαι, παιδί μου, και αλαζονεύεις με θράσος, χωρίς να σκέφτεσαι ότι ο μοναχός είναι όλος ευλάβεια σε όλα και ότι ώφειλε, σαν τα Χερουβείμ, να είναι όλος οφθαλμός και καθόλου να μη μετεωρίζεται. Στ’ αλήθεια σου λέγω, παιδί μου, ανεβαίνουν τα μυρμήγκια, σε τρώνε και ταπεινώνουν την αλαζονεία σου». (Αυτή τη φράση χρησιμοποιούσε αντί για όρκο· γιατί ποτέ δεν ορκίστηκε, αλλά χρησιμοποιούσε αυτή τη φράση «στ’ αλήθεια σου λέγω».)
Όμως ο αδελφός, και τον Γέροντα κορόιδευε και τον περιέπαιζε λέγοντας: «Ναι, Γέροντα, τα μυρμήγκια ανεβαίνουν και με τρώνε».
Αφού σηκώθηκαν από το γεύμα, ο καθένας όπου εύρισκε ξεκουραζόταν λίγο μέχρι να πέσει λίγο ο ήλιος. Και ο αδελφός ξάπλωσε στη σκιά μιας πέτρας και κοιμήθηκε βαθειά, γιατί ζαλίστηκε πολύ από το κρασί, μάλλον για να πραγματοποιηθεί η πρόρρηση του Γέροντα. Και όπως συμβαίνει σ’ αυτούς που κόβουν ξύλα, πληγώθηκε λίγο στο γόνατο από ένα κλαρί και βγήκε λίγο αίμα.
Κοντά στην πέτρα ήταν μια μυρμηγκοφωλιά· μυρίστηκαν λοιπόν, τα μυρμήγκια την πληγή, μάλλον το αίμα, και τόσο πολύ τον κατέφαγαν, ώστε του κατέκοψαν αρκετά τη σάρκα και τούκαναν τραύμα σχεδόν μια σπιθαμή. Ο αδελφός, αφού πετάχτηκε από τον ύπνο και αισθάνθηκε δριμύ πόνο στο πόδι και ψαχούλεψε με τα χέρια και είδε εκείνη την οργή, σχεδόν δυο φούκτες μυρμήγκια γύρω από το πόδι του να τον πληγώνουν συνεχώς, άρχισε να φωνάζει «Κύριε ελέησον».
Αφού μαζεύτηκαν, λοιπόν, οι αδελφοί κοντά του και πληροφορήθηκαν την αιτία της κραυγής, τους έδειξε το πόδι και τους είπε: «Να, λοιπόν, η προφητεία του Γέροντος». Και ενώ όλοι εξεπλήττοντο, αυτός έτρεξε γρήγορα και έπεσε στα πόδια του Γέροντος, ζητώντας συγγνώμη για το σφάλμα του και ευχή για θεραπεία.
(Τότε ο Γέροντας πήρε αφορμή και μίλησε στους αδελφούς στηλιτεύοντας την υπερηφάνεια των ανθρώπων και την οίηση της καρδιάς τους, οι οποίες οδηγούν στη γέεννα του πυρός, ενώ εγκωμίασε την ταπείνωση και την ευλάβεια, τις οποίες και τους συμβούλεψε να αποκτήσουν.)
Αφού τα είπε αυτά ο Γέροντας, προσευχήθηκε για τον αδελφό, του σταύρωσε το πόδι και τον θεράπευσε.
Από το βιβλίο: Ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 37.
Από τον βίο του οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτου