Μία γυναίκα από τη Δράμα είχε τάξει μία κανδήλα στο εξωκκλήσι του Αγίου Τρύφωνος, που βρίσκεται λίγο έξω από τη Δράμα. Επειδή είδε όμως αργότερα πως το εξωκκλήσι είχε πολλές κανδήλες, θεώρησε καλό να τη φέρει στο μοναστήρι του οσίου Γεωργίου Καρσλίδη, που είχε κι έλλειψη από κανδήλες.
Πράγματι την έφερε και την κρέμασαν στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου. Αρκετές φορές συνέβαινε, ενώ ήταν αναμμένη, να κινείται από μόνη της. Επίσης, ενώ ήταν καλά στερεωμένη, έπεφτε κάτω. Ο όσιος, με τον άγρυπνο της καρδιάς του οφθαλμό, είδε πέρα από τα φαινόμενα και είπε να τυλίξουν την κανδήλα σ’ ένα χαρτί και να τη φυλάξουν.
Όταν πήγε ξανά η δωρήτρια στο μοναστήρι, την κάλεσε ο όσιος και της είπε: «Την κανδήλα που έφερες εδώ, την είχες τάξει αλλού. Δεν είναι σωστό αλλού να τάξεις και αλλού να πηγαίνεις το τάμα σου». Της είπε μάλιστα συγκεκριμένα πως την είχε τάξει στον άγιο Τρύφωνα κι εκεί έπρεπε να την πάει. Η γυναίκα έμεινε εμβρόντητη κι έπραξε αυτό που της υπεδείχθη, θαυμάζοντας τη διόραση του οσίου.
Μία ημέρα, μετά τον εσπερινό, ο όσιος Γεώργιος κάθησε μαζί με τους συγκεντρωμένους προσκυνητές και τους μίλησε για σοβαρά πνευματικά θέματα. Όταν έφυγε ο κόσμος, ο όσιος αποσύρθηκε στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Όταν εξήλθε από την εκκλησία είπε στον ψάλτη του, Χατζηανέστη και στον νεωκόρο του πως παρέστη μάρτυρας σε μία δίκη στον ουρανό:
Στο χωριό Κεμπισλή, ο ιερεύς του χωριού, Χαρίτος, είχε ένα άλογο και του το έκλεψαν οι αδελφοί Θεόδωρος και Γεώργιος, που ήταν αδέλφια της Σουλτάνας, της μητέρας του Χατζηανέστη. Ο ιερεύς στενοχωρημένος έψαχνε να βρει το άλογό του μάταια. Τα δύο αδέλφια το έκρυψαν στον σταύλο της αδελφής τους και της είπαν, αν περάσει ο ιερεύς και τη ρωτήσει για το άλογό του, να του πει πως δεν γνωρίζει τίποτε. Δυστυχώς έτσι κι έκανε. Με τον τρόπο αυτό ο ιερεύς έχασε το άλογό του οριστικά και το κέρδισαν άνομα άλλοι.
Στο ουράνιο αυτό δικαστήριο παρακολούθησε ο όσιος περιστατικά και πρόσωπα, για τα οποία δεν είχε ακούσει ποτέ και δεν γνώριζε τίποτε, με κάθε λεπτομέρεια. Απευθυνόμενος ο όσιος στον Χατζηανέστη του λέγει: «Δεν έπραξε καλά η μητέρα σου. Ρώτησέ την και θα σου πει…»
Πράγματι, το ίδιο βράδυ πηγαίνοντας στο σπίτι του ο Χατζηανέστης, ανάφερε το γεγονός και η μητέρα του απορημένη το επιβεβαίωσε. Αισθάνθηκε έντονα το αμάρτημά της και πήγε στον όσιο ειλικρινά μετανοημένη. Ο όσιος την επετίμησε και της έθεσε τον σχετικό κανόνα προς απαλλαγή του βάρους της ψυχής της και θεραπεία.
Είναι γεγονός ότι ο όσιος δεν αποκάλυπτε τα κρυπτά της καρδιάς των ανθρώπων για να τους εκθέσει δημόσια και να τους ντροπιάσει, αλλά για να τους οδηγήσει στη σώζουσα μετάνοια, την ιαματική συντριβή και την υψοποιό ταπείνωση.
Ούτε πάλι προέλεγε τα μέλλοντα για να παρουσιασθεί ως προφήτης και να τρομάξει τον κόσμο, αλλά για να του συγκεντρώσει τον διασκορπισμένο νου σε μάταια πράγματα και να του δείξει με τρόπο ότι οι κίνδυνοι είναι πολλοί και καθημερινοί και από τη ζωή αυτή είμαστε περαστικοί.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 126, 128 (αποσπάσματα).