Ο όσιος Γαλακτίων –κατά κόσμον Γαβριήλ– ήταν υιός του ευσεβούς βογιάρου Ιβάν Μπέλσκι. Όταν έγινε επτά ετών, οι γονείς του τον έστειλαν κρυφά στην πόλη Στάριτσα, για να τον διασώσουν από τον τσάρο Ιβάν Δ’ τον Τρομερό (1533 – 1584).
Κρυμμένος εκεί ο άγιος σε οικογένεια υποδηματοποιού, έμαθε την τέχνη του προστάτου του και περνούσε τον χρόνο του με προσευχή, συχνό εκκλησιασμό και μελέτη ιερών βιβλίων. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην πόλη Βόλογκντα, όπου νυμφεύθηκε και ζούσε βίο ήσυχο και ευτυχισμένο.
Όταν ο αδελφός του Δημήτριος έγινε αυλικός του τσάρου, τον κάλεσε να λάβη το μερίδιό του από την πατρική κληρονομιά, αλλά ο άγιος προτίμησε να αποκρύψη την ευγενή καταγωγή του και συνέχισε να αποζή από την εργασία των χεριών του.
Μετά τον θάνατο της νεαρής συζύγου του ο Γαβριήλ μοίραζε τον καιρό του στην προσευχή και στην ανατροφή της μικρής κόρης του, μέχρις ότου αυτή μεγάλωσε. Τότε την εμπιστεύθηκε σε συγγενείς και αυτός αποσύρθηκε από τον κόσμο. Κατασκεύασε ξύλινο κελλί κοντά σε ποτάμι, εκάρη μοναχός με το όνομα Γαλακτίων και ζούσε ως ερημίτης.
Με υπόδειξη του οσίου Ειρηνάρχου, εγκλείστου του Ροστώφ (13 Ιαν.), φορούσε αλυσίδες, τρεφόταν μόνον με ξηρό ψωμί και νερό και κοιμόταν ελάχιστα.
Από τα κέρδη της χειρωνακτικής του εργασίας κρατούσε για τον εαυτό του το ένα τρίτο και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στις εκκλησίες και στους πτωχούς. Οι κάτοικοι της Βόλογκντα τον ηυλαβούντο πολύ και τον επεσκέπτοντο συχνά, για να τον συμβουλευθούν και να ζητήσουν τις προσευχές του.
Σε εποχή ανομβρίας ο όσιος από υπακοή στον επίσκοπο άφησε το ησυχαστήριό του, για να συμμετάσχη στην λιτανεία.
Μία φορά ακόμη βγήκε από την ησυχία του, προκειμένου να μεταβή στις τοπικές αρχές και να προαναγγείλη την επιδρομή των Λιθουανών. Ο όσιος έκανε έκκληση στον λαό να μετανοήση και να ανεγείρη μέσα σε μία ημέρα ναό προς τιμήν της Θεοτόκου. Τα λόγια του όμως δεν εισακούσθηκαν και η τρομερή πρόρρηση πραγματοποιήθηκε.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1612 οι Πολωνοί και οι Λιθουανοί εισέβαλαν στην Βόλογκντα. Τότε κτύπησαν και τον Γαλακτίωνα με ξίφη και του συνέτριψαν το κεφάλι με ένα δοκάρι.
Ο όσιος επί δύο ημέρες υπέμεινε σιωπηλά το μαρτύριο, γενόμενος συμμέτοχος του πάθους του Κυρίου, και στις 24 Σεπτεμβρίου παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό.
Επάνω στον τάφο του οι κάτοικοι της Βόλογκντα ανήγειραν εκκλησία αφιερωμένη στην Θεοτόκο. Αργότερα στον τόπο των ασκητικών παλαισμάτων του εγκαταβίωσε μία αδελφότης, και εγίνοντο πολλά θαύματα, τόσο από τον όσιο Γαλακτίωνα όσο και από το ιαματικό νερό της πηγής που ο ίδιος είχε σκάψει.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος, 28. Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 256.