Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό της Βοιωτίας το 1527, ο πατήρ ημών Σεραφείμ έδειξε από την πιο τρυφερή ηλικία θαυμαστή κλίση προς τον ασκητικό βίο. Υπό την καθοδήγηση του ιερέα του χωριού επιδόθηκε με ζήλο και φιλοπονία στην μελέτη των Γραφών και των Βίων των αγίων, τους οποίους αποφάσισε σύντομα να μιμηθεί ακολουθώντας την μοναχική βιοτή σε εγκαταλελειμμένο μονύδριο στα περίχωρα, αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία.
Εγκαταβίωσε εκεί για έξι περίπου μήνες σε σπήλαιο, ασκούμενος. Ενοχλημένος, όμως, από τις συχνές επισκέψεις των γονέων του, χρειάστηκε να μεταβεί στην Μονή της Μεταμορφώσεως, στο Σαγμάτιον όρος, μεταξύ Θηβών και Εύβοιας. Επιδόθηκε με γενναιότητα στους πιο σκληρούς αγώνες και πρωτίστως στην αγόγγυστη υπακοή απέναντι σε όλους τους αδελφούς.
Διαπιστώνοντας τις γρήγορες προόδους του, ο ηγούμενος τον ενέδυσε το μοναχικό Σχήμα και παρά τις αντιρρήσεις λόγω της ταπεινοφροσύνης του, τον χειροτόνησε διάκονο και εν συνεχεία πρεσβύτερο. Αναλογιζόμενος την ευθύνη που είχε αναλάβει έναντι της αγίας Εκκλησίας, ο Σεραφείμ διπλασίασε τις νηστείες, τις προσευχές και τις αγρυπνίες του, για να καταστεί άξιος του ονόματός του και να ζήσει αληθινά ως άγγελος επί της γης.
Μετά δέκα έτη, επιθυμώντας να ξεφύγει από την φήμη που του είχαν αποφέρει οι αρετές του, έλαβε την ευλογία του ηγουμένου του για να πάει να ζήσει στην ησυχία και μετά από μακρά πεζοπορία έφθασε σε όρος που ονομαζόταν Δομπούς, δυτικά του Ελικώνα, στην περιοχή της Λεβαδείας. Έκτισε εκεί παρεκκλήσιο και κελλιά, όπου σύντομα συγκεντρώθηκαν λίγοι μαθητές.
Ο όσιος Σεραφείμ παρέμεινε εκεί άλλα δέκα χρόνια, διάγοντας βίο όμοιο με εκείνον των ουρανίων Δυνάμεων και επιδαψιλεύοντας τις διδαχές του στους μαθητές του και στους κατοίκους της περιοχής. Κατόρθωσε να μεταστρέψει αλβανικές οικογένειες που ζούσαν από την ληστεία και τις αρπαγές και τις οδήγησε στην οδό της σωτηρίας.
Ο όσιος κατέστη για τους κατοίκους της περιοχής ιατρός ψυχών και σωμάτων και πλήθη λαού προσέρχονταν να βρουν παρηγορία κοντά του. Στενοχωρούμενος, όμως, από το γεγονός ότι είχε γίνει πασίγνωστος, ο Σεραφείμ αποσύρθηκε στην βορειοδυτική πλαγιά του Ελικώνα, δύο ώρες δρόμο από εκεί.
Εγκαταβιώνοντας στον τόπο αυτόν, όπως ο προφήτης Ηλίας στο Καρμήλιο όρος, άκουσε μία ημέρα φωνή Θεού να τον διατάζει να εγκαταλείψει την ερημία του για να ιδρύσει μοναστήρι. Υπακούοντας στην εντολή αυτή, συγκέντρωσε τους μαθητές του που είχε εγκαταλείψει και ανέλαβε επί τόπου την ανέγερση μονής. Κατά την διάρκεια, όμως, των εργασιών, η Θεοτόκος του εμφανίσθηκε και του έδωσε εντολή να εγκαταλείψει το κτίσιμο, γιατί ο τόπος εκείνος δεν ήταν διόλου πρόσφορος, και να μεταβεί στο χωριό Δομπού για να αρχίσει πάλι την ανέγερση.
Υπάκουος, όπως πάντα, ο όσιος πληροφόρησε τους κατοίκους του χωριού που είχε παλαιότερα μεταστρέψει, ότι έπρεπε να εγκατασταθούν σε άλλο μέρος, λαμβάνοντας, ωστόσο, αποζημίωση, και ταξίδεψε ως την Κωνσταντινούπολη για να λάβει την άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχη να ιδρύσει εκεί σταυροπηγιακή μονή αφιερωμένη στον Σωτήρα.
Με την υποκίνηση του διαβόλου, άνθρωποι φθονεροί τον κατήγγειλαν στον τούρκο διοικητή της Λεβαδείας, ο οποίος έστειλε στρατιώτες στο μοναστήρι. Φθάνοντας εκεί, αυτοί καθύβρισαν τον όσιο και τον κτύπησαν βάναυσα στο κεφάλι, αφήνοντάς τον μισολιπόθυμο και εν συνεχεία τον έσυραν μαζί τους για να παρουσιασθεί στον διοικητή, κακοποιώντας τον ανελέητα στο δρόμο. Παρά την ωμότητά τους, ο όσιος έκανε να αναβλύσει νερό για να ξεδιψάσουν οι άνθρωποι που τον φρουρούσαν, έτσι που εκείνοι τον άφησαν ελεύθερο.
Οι εργασίες στην μονή ευοδώθηκαν και πλήθος δοκίμων για τον μοναχικό βίο συνέρρεαν κοντά στον όσιο, έτσι που το μοναστήρι γέμισε σύντομα μοναχούς, ενώ πολλοί ήσαν εκείνοι που εγκαταβίωσαν στα περίχωρα, στα ερημητήρια, παραμένοντας, ωστόσο, υπό την πνευματική καθοδήγηση του οσίου Σεραφείμ.
Αλλά και λαϊκοί, ελκόμενοι από την φήμη θαυματουργού που είχε ο άνθρωπος του Θεού, έρχονταν να βρουν κοντά του θεραπεία στα δεινά τους, κυρίως δαιμονισμένοι που τους ελευθέρωνε με την νηστεία και την προσευχή, σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου (Ματθ. 17:21).
Τρία χρόνια μετά την αποπεράτωση του μοναστηριού, ο όσιος Σεραφείμ, νιώθοντας να πλησιάζει το τέλος του, συγκέντρωσε τους μαθητές του για να τους μεταδώσει τις τελευταίες διδαχές του για τον ισάγγελο βίο και την προσευχή, που είναι η πύλη προς την Βασιλεία των ουρανών. Κατόπιν παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό, στις 6 Μαΐου 1602, σε ηλικία εξήντα πέντε ετών.
Κατά τον βίο του ο όσιος Σεραφείμ έδιωξε πολλές φορές με την προσευχή του ακρίδες που απειλούσαν τις καλλιέργειες, όχι μόνο της μονής και των περιχώρων του, αλλά και των κατοίκων της Αθήνας. Για τον λόγο αυτό, μετά τον θάνατό του, τα τίμια λείψανά του χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως προστασία από την μάστιγα αυτή.
Καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας, η μονή του οσίου γλύτωσε θαυματουργικά από λεηλασίες που οι κατακτητές πολλές φορές επιχείρησαν να κάνουν· ο όσιος τους έτρεπε σε φυγή με τον φοβερό τρόπο που εμφανιζόταν σε αυτούς.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ένατος, Μάιος, σελ. 77. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.