Γιος επιφανούς πατρικίου από την περιοχή του Πικταβίου (σημ. Πουατιέ), ο άγιος Ιλάριος ανετράφη ως ειδωλολάτρης. Η ανήσυχη ψυχή του όμως ένιωθε την ανάγκη ενός μοναδικού και αιώνιου Θεού, και δεν εύρισκε ανάπαυση σε όλα τα συστήματα και τις θεωρίες που του πρότειναν.
Στην διάρκεια αυτών των αναζητήσεων και των μελετών, έλαβε τις πρώτες ανταύγειες της Αληθείας, διαβάζοντας στην Παλαιά Διαθήκη την μαρτυρία που δίνει ο Θεός για Αυτόν τον Ίδιο: «Εγώ ειμι ο ων» (Εξ. 3:14).
Προόδευσε ακόμη περισσότερο στην γνώση του Θεού, αναγνωρίζοντας ότι το κάλλος των κτισμάτων μάς κάνει αισθητό το ακατανόητο και πολύ υψηλότερο κάλλος του Δημιουργού.
Μονάχα όμως μαθαίνοντας ότι ο Λόγος και μονογενής Υιός του Θεού σαρκώθηκε για να μας λυτρώσει από τον θάνατο, ξεχειλίζοντας από αγαλλίαση, έφθασε στο τέρμα της αναζήτησής του, ασπάσθηκε το δόγμα της Αγίας Τριάδος και αναγεννήθηκε με το άγιο Βάπτισμα.
Όλος ενθουσιασμό, κήρυττε αδιάκοπα την αληθινή πίστη, παρότρυνε τους ειδωλολάτρες να γίνουν χριστιανοί και τους χριστιανούς να γίνουν άγιοι. Προσηλύτισε και την σύζυγό του, η οποία συναίνεσε να τον αγαπά πλέον μόνον ως πνευματική κόρη όταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, και έπεισε την κόρη του να προτιμήσει τον μυστικό γάμο με τον Χριστό από την σαρκική ένωση.
Όταν εκοιμήθη ο επίσκοπος του Πουατιέ (περί το 380), οι πιστοί τον εξέλεξαν ομόφωνα ως πατέρα και ποιμενάρχη. Δίδασκε στο ποίμνιό του την αρετή και την αληθινή πίστη με ακάματο ζήλο.
Όταν ο αυτοκράτορας Κωστάντιος, οπαδός του Αρείου, αξίωσε να επιβληθεί η αίρεση στην Δύση, ο Ιλάριος υπερασπίσθηκε την αλήθεια. Σε συμφωνία με άλλους επισκόπους, αφόρισε όσους είχαν αποδεχθεί την καθαίρεση του αγίου Αθανασίου και πήγε στον αυτοκράτορα για να μαρτυρήσει την προσήλωση της Γαλατίας στην Σύνοδο της Νικαίας.
Μετά την σύνοδο του Μπεζιέ (356), κατά την οποία είχε ομολογήσει θερμά την Ορθοδοξία, ο τύραννος τον τιμώρησε για το τόλμημά του εξορίζοντάς τον στα βάθη της Μικράς Ασίας, στην Φρυγία. «Τους επισκόπους μπορείς να τους εξορίζεις», διακήρυξε ο άγιος, «την αλήθεια όμως;»
Κατά την διάρκεια της εξορίας του, εργάσθηκε δραστήρια, για να στερεωθεί η πίστη στην Δύση, συντάσσοντας συγγράμματα και αλληλογραφώντας, αλλά εργάσθηκε επίσης και για την συμφιλίωση των χριστιανών της Ανατολής που ήσαν οδυνηρά διαιρεμένοι μεταξύ τους.
Στο θεμελιώδες σύγγραμμά του «Περί της Αγίας Τριάδος», που συνέταξε μεταξύ 356 και 359, εισάγει για πρώτη φορά στην λατινική γλώσσα τις λεπτές έννοιες της ελληνικής θεολογίας. Από όλους τους Λατίνους Πατέρες, ο άγιος Ιλάριος είναι εκείνος του οποίου η σκέψη είναι πιο κοντά σ’ αυτήν των Ελλήνων Πατέρων.
Έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Σελευκείας (359) και ζήτησε να αντιμετωπίσει δημόσια τους αιρετικούς επισκόπους. Οι αρειανοί, φοβούμενοι την επιρροή που ασκούσε, απέφυγαν την αντιπαράθεση, ζητώντας από τον αυτοκράτορα την επιστροφή του οσίου στην Γαλατία. Χάρη στους αιρετικούς της Ανατολής, λοιπόν, μπόρεσε να επιστρέψει ο άγιος Ιλάριος στο Πουατιέ, όπου ο λαός του επεφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή.
Αμέσως έσπευσε να αποκαταστήσει τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο αρειανισμός στην επισκοπή του και σε ολόκληρη την Γαλατία, χρησιμοποιώντας επιείκεια και συγκατάβαση για να συμφιλιώσει με την Εκκλησία όσους είχαν υποπέσει στην αίρεση. Έφθασε μέχρι το Μιλάνο για να καταπολεμήσει τον αρειανό επίσκοπο Αυξέντιο, αλλά οι αιρετικοί κατάφεραν να τον διώξουν.
Επιστρέφοντας στο Πουατιέ, όπου είχε ήδη αποκατασταθεί η ειρήνη, καθοδήγησε σοφά το πνευματικό του ποίμνιο στην οδό της Σωτηρίας, διοχετεύοντας άφθονη την Χάρη του Θεού.
Μια ημέρα, μια γυναίκα ήλθε και έπεσε με δάκρυα στα πόδια του αγίου, σφίγγοντας στα χέρια της το νεκρό αβάπτιστο βρέφος της. Ο επίσκοπος συγκινήθηκε, γονάτισε να προσευχηθεί και γρήγορα το βρέφος άνοιξε τα μάτια και επέστρεψε στην ζωή.
Του άρεσε να ζει κατά διαστήματα στο μοναστήρι του μαθητή του αγίου Μαρτίνου (11 Νοεμ.) στην Λιγκουζέ. Εκεί ακολουθούσε τον τρόπο ζωής των μοναχών και την άσκησή τους, συμμετείχε στις προσευχές τους και τους έτρεφε με τον άρτο της διδασκαλίας του.
Εκοιμήθη ειρηνικά στις 13 Ιανουαρίου 368. Λίγο πριν την κοίμησή του, ένα εκτυφλωτικό φως γέμισε το δωμάτιο, κατόπιν σταδιακά ελαττώθηκε και χάθηκε την στιγμή που ξεψύχησε.
Ο άγιος Ιλάριος είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας και γι’ αυτό έλαβε την προσωνυμία: «Αθανάσιος της Δύσεως». Τιμάται ιδιαίτερα στην Γαλλία, όπου πολλές εκκλησίες είναι αφιερωμένες σ’ αυτόν και πολλές τοποθεσίες φέρουν το όνομά του.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πέμπτος, Ιανουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 150.
Ο άγιος Ιλάριος επίσκοπος Πικταβίου