Πηγαίνοντας μία ημέρα να θερίσει με την αδελφή του και άλλους χριστιανούς από το χωριό του, την Παραμυθιά της Ηπείρου, ο Αναστάσιος συνάντησε στον δρόμο μία ομάδα Τούρκων καβαλάρηδων με επικεφαλής τον Μουσά, τον νεαρό γιο του Οθωμανού διοικητή της περιοχής. Γοητευμένος αυτός από την ομορφιά της αδελφής του, θέλησε να την αρπάξει για να την κάνει αντικείμενο των χυδαίων απολαύσεών του. Ο Αναστάσιος όμως όρμησε με τόλμη κατά των Τούρκων, αφήνοντας έτσι αρκετό χρόνο στην αδελφή του να διαφύγει.
Κυνηγημένοι από τους χριστιανούς, ο Μουσά και οι συνεργοί του πήγαν να παραπονεθούν στον πασά. Αυτός έβαλε να συλλάβουν τον Αναστάσιο και βλέποντας το θάρρος του, επιχείρησε να τον μεταστρέψει στο Ισλάμ. Καθώς ούτε οι απειλές, ούτε τα κτυπήματα, ούτε η φυλακή δεν μπόρεσαν να κλονίσουν την πίστη του νέου, οι Τούρκοι προσπάθησαν να τον διαφθείρουν με υποσχέσεις για δόξα και κοσμικές τιμές, αλλά ματαίως.
Ο Μουσά, όμως, εμβρόντητος από τη στάση του Αναστασίου, θέλησε να μάθει περισσότερα για τούτη την πίστη που καθιστά τους χριστιανούς ισχυρότερους από όλες τις κοσμικές δυνάμεις και πήγε κρυφά στο κελλί του. Τη στιγμή που ο δεσμοφύλακας άνοιγε την πόρτα, ο Μουσά αντίκρυσε δύο νέους με όψη λαμπρή να περιβάλλουν τον φυλακισμένο και οι οποίοι έγιναν άφαντοι ξαφνικά όταν αυτός μπήκε.
Στις ερωτήσεις του, ο Αναστάσιος απάντησε ότι επρόκειτο για τους φύλακες αγγέλους των χριστιανών, οι οποίοι τους βοηθούν ιδιαιτέρως στα δεινά που υπομένουν για την αγάπη του Χριστού. Του εξήγησε, εξάλλου, για ποιον λόγο οι χριστιανοί μπορούν και καταφρονούν με τόση ιλαρότητα τις απολαύσεις του κόσμου τούτου και δέχονται κάθε είδους μαρτύριο με την ελπίδα των αιωνίων αγαθών.
Την ψυχή τότε του νέου μουσουλμάνου επεσκίασε η Χάρις και ρίχθηκε στα πόδια του μάρτυρα ζητώντας του να γίνει χριστιανός. Ο Αναστάσιος όμως του είπε να περιμένει, γιατί η μεταστροφή του θα μπορούσε να ωθήσει τον πατέρα του να καταδιώξει τους χριστιανούς της περιοχής.
Λίγες μέρες αργότερα (18 Νοεμβρίου 1750), ο Αναστάσιος αποκεφαλίσθηκε με διαταγή του πασά που αγνοούσε ότι ο ίδιος ο γιος του ήταν πλέον κρυπτοχριστιανός. Καθώς έπρεπε να πάει για ένα γάμο σε γειτονικό χωριό, ο Μουσά πήγε να προσκυνήσει στον τάφο του αγίου μάρτυρα και του δόθηκε η χάρη να δει τον Αναστάσιο να του φανερώνεται εν μέσω φωτός.
Ο άγιος τον συμβούλευσε να συνεχίσει τον δρόμο του προς τον Χριστό. Οδηγημένος από έναν άγγελο, έφθασε στην Πελοπόννησο, όπου ετέθη υπό την πνευματική καθοδήγηση ενός γέροντα ασκητή, ο οποίος ολοκλήρωσε την μύησή του στα μυστήρια της πίστεως και στον ασκητικό βίο.
Μετέβη κατόπιν στην Πάτρα και πήρε το καράβι για τη Βενετία, για να βαπτισθεί εκεί δίχως τον φόβο των Τούρκων. Έλαβε τότε το όνομα Δημήτριος και αναχώρησε για την Κέρκυρα, όπου έγινε μοναχός σε ένα κοινοβιακό μοναστήρι με το όνομα Δανιήλ.
Οι ασκητικοί αγώνες όμως δεν στάθηκαν αρκετοί για να σβήσουν τη δίψα του για τον Χριστό και ποθώντας να ολοκληρώσει πλήρως τη χριστιανική του κλήση με το μαρτύριο, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Οι εκεί χριστιανοί, όμως, τον απέτρεψαν από το να παραδοθεί στον θάνατο, από τον φόβο των διώξεων που θα μπορούσαν να επακολουθήσουν κατά των υπολοίπων πιστών. Επέστρεψε λοιπόν στην Κέρκυρα όπου και εκοιμήθη εν ειρήνη Κυρίου, αφού έκτισε μία εκκλησία προς τιμήν του αγίου Αναστασίου.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος τρίτος, Νοέμβριος. Ίνδικτος, Αθήναι, 2004, σελ. 204.