Προφανώς ελαφριά η εντολή. Ελαφριά, διότι αν με κάποια προσοχή εξετάσουμε το πράγμα, θα δούμε ότι είναι εύκολο να αποφύγουμε την κατάκριση, να προφυλάξουμε την ψυχή και το στόμα μας από αυτήν. Άλλωστε η κατάκριση δεν είναι κάτι το εξ αρχής, το εκ γενετής ριζωμένο και ζυμωμένο με την ψυχή μας. Είναι κάτι μάλλον το εξωτερικό, όταν μάλιστα πρόκειται για την κατάκριση εκείνη που δεν γίνεται από εμπάθεια και μίσος, αλλά από επιπολαιότητα και απροσεξία και από τη συνήθη τάση να μιλούμε πάντοτε για τους άλλους.
Και όμως, η κατάκριση δεν είναι μόνο ελαφριά, αλλά και βαριά αμαρτία, ευρύτατα, δυστυχώς, διαδεδομένη. Την συναντούμε παντού. Αποτελεί μία μολυσμένη ατμόσφαιρα, την οποία συνεχώς αναπνέουμε. Είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο, που μπορεί να πει κανείς ότι αποτελεί κατάσταση πλέον για τον άνθρωπο. «Ουδέν ούτως ηδύ τοις ανθρώποις, ως το κατακρίνειν τα αλλότρια», λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Αυτή ακριβώς η ευρεία διάδοση της κατακρίσεως κάνει την αμαρτία αυτή δυσπολέμητη και μας παρουσιάζει τη θεία εντολή «μη κρίνετε» ως βαριά.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα, αλλά και κανείς ορθοφρονών δεν μπορεί σοβαρά να ισχυρισθεί ότι είναι δικαιολογημένος να κατακρίνει επειδή άλλοι κατακρίνουν. Αλίμονο, αν ως κριτήριο και κανόνα της ηθικής μας ζωής βάλουμε την άτακτη ζωή των άλλων. Η ίδια η συνείδησή μας, όσο και αν έχει επισκιασθεί από τη σύγχυση και αταξία που επικρατούν στην κοινωνία μας, θα διαμαρτυρηθεί και θα καταδικάσει την κατάκριση. Αυτή θα φωνάξει ότι κανόνας της ζωής μας πρέπει να είναι όχι η φωνή και η συνήθεια του κόσμου, αλλά η δική της φωνή, η οποία στην τελευταία της ανάλυση είναι φωνή του Θεού. Γι’ αυτό και ο κάθε άνθρωπος βρίσκει ορθή και δίκαιη την εντολή του Θεού «μη κρίνετε», έστω και αν ο ίδιος παρασύρεται στην κατάκριση.
* * *
«Μη κρίνετε!» Αλήθεια, γιατί να κρίνουμε τον άλλον; Γιατί να ασχολούμαστε με όσα λένε και κάνουν οι άλλοι; Ποιος μας κατέστησε ερευνητές, ελεγκτές και κριτές της συμπεριφοράς των άλλων; Κανείς. Άλλωστε εμείς δεν αμαρτάνουμε; Αντίθετα ο λόγος του Θεού πολλές φορές και με έντονο τρόπο απαγορεύει αυτή την κριτική, αυτή την επίκριση των άλλων. «Μη κρίνετε», διατάζει ο Κύριος. Διότι το δικαίωμα της κρίσεως το έχει Αυτός. Αυτός είναι ο νομοθέτης και ο κριτής. Απέναντι αυτού είμαστε υπόλογοι όλοι οι άνθρωποι, κρίνοντες και κρινόμενοι. Και επομένως η διάθεση και η συνήθειά μας να κρίνουμε και να επικρίνουμε τους άλλους είναι υφαρπαγή και σφετερισμός εξουσίας και δικαιωμάτων του Κυρίου. Είναι ασέβεια απέναντι αυτού τούτου του δίκαιου Κριτή.
Γι’ αυτό και ο αδελφόθεος Ιάκωβος γράφει προς τον κατακρίνοντα: «Εις εστίν ο νομοθέτης και κριτής, ο δυνάμενος σώσαι και απολέσαι. συ δε τις ει ος κρίνεις τον έτερον;» Και για σένα τον ίδιο έχει νομοθετήσει ο Θεός να σέβεσαι και να αγαπάς τον πλησίον. Όταν όμως κατακρίνεις τον αδελφό σου, παραβαίνεις και καταφρονείς τον νόμο του Θεού, καταδικάζεις με την πράξη σου και ακυρώνεις τον νόμο της αγάπης. Δεν είσαι πλέον ο τηρητής αλλά ο καταλυτής του νόμου και παρουσιάζεσαι, εσύ ο αμαρτωλός άνθρωπος, με θρασεία αξίωση να επικρίνεις τους άλλους και να αρπάζεις ξένα δικαιώματα (Ιακ. 4:11-12). Και έτσι με την κατάκρισή σου διαπράττεις αμάρτημα βαρύτερο ίσως από εκείνο, που διέπραξε ο αδελφός σου.
Και συμπληρώνει ο απόστολος Παύλος: «Διο αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε, πας ο κρίνων. εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις· τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων» (Ρωμ. 2:1). Όλοι είμαστε υπεύθυνοι ενώπιον του Κυρίου. Σε αυτόν θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Όταν όμως εσύ κατακρίνεις και καταδικάζεις τον άλλον, ποια απολογία θα παρουσιάσεις εμπρός στον Κύριο και πώς θα τολμήσεις να ζητήσεις έλεος και επιείκεια; Και ακριβώς διότι γνωρίζεις πόσο οργίζεται ο Θεός κατά των αμαρτωλών –και η κατάκριση είναι αμαρτία– γι’ αυτό θα μείνει αναπολόγητος κατά τη μεγάλη εκείνη ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας. Σκέψου μάλιστα ότι ο άνθρωπος, τον οποίο εσύ κατακρίνεις, μπορεί να μετανοήσει, ή να έχει μετανοήσει, και να βρει έλεος ενώπιον του Θεού, να σωθεί και να δοξασθεί, ενώ εσύ μένεις με τη βαριά ενοχή της κατακρίσεως. Και έτσι ενώ κατακρίνεις τον άλλον, καταδικάζεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου.
* * *
Βαριές φαίνονται οι θεόπνευστες αυτές αποφάνσεις της Αγίας Γραφής. Αυστηρές οι καταδίκες κατά της κατακρίσεως. Και να σκεφθεί κανείς ότι δεν είναι οι μόνες. Σε πολλά άλλα χωρία καταδικάζει με δίκαιη αυστηρότητα η Αγία Γραφή την κατάκριση, διότι τη θεωρεί ασέβεια απέναντι του Θεού και έλλειψη αγάπης απέναντι του πλησίον. Αυτά είχε υπόψιν του και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έλεγε: «Αδελφοί, μη γινόμαστε πικροί δικαστές και κατήγοροι των άλλων, για να μη βρεθούμε βαριά υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού. Μη λησμονούμε ότι διαπράξαμε και εμείς σοβαρά αμαρτήματα, που έχουν ανάγκη μεγαλύτερης συγνώμης. Ας είμαστε λοιπόν επιεικείς προς τους άλλους, όσο βαριά και αν έχουν αμαρτήσει, για να εξασφαλίσουμε και εμείς για τον εαυτό μας το έλεος και την επιείκεια του Θεού».
Ας είναι λοιπόν σύνθημα και κανόνας της ζωής μας, αγαπητοί, ο λόγος του Κυρίου: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε».
Από το περιοδικό “Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία”, Νοέμβριος 1993, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη.
«Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε!»