Ο άγιος Μιχαήλ υπήρξε ο πρώτος μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας.
Μετά την κατάληψη της Χερσώνος από τον άγιο Βλαδίμηρο οι συναυτοκράτορες του Βυζαντίου Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος (976 – 1025) και Κωνσταντίνος Η’ (979 – 1028) θορυβημένοι έσπευσαν να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους απέναντί του, να του δώσουν δηλαδή ως σύζυγο την αδελφή τους Άννα, αφού προηγουμένως ο Ρώσος ηγεμών και ο λαός του ησπάζοντο τον χριστιανισμό.
Την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα συνόδευσε βυζαντινή αποστολή επισκόπων, κληρικών και αξιωματούχων με επικεφαλής τον μητροπολίτη Μιχαήλ, στον οποίον ο πατριάρχης άγιος Νικόλαος Β’ Χρυσοβέργης (983-996) ανέθεσε το δύσκολο έργο του εκχριστιανισμού των Ρώσων.
Ο άγιος ιεράρχης εβάπτισε τον Βλαδίμηρο (989) και τους Ρώσους βογιάρους και ετέλεσε τους βασιλικούς γάμους στην Χερσώνα. Εν συνεχεία, συνοδευόμενος από το ηγεμονικό ζεύγος και τον βυζαντινό κλήρο, που κρατούσε άγια λείψανα, εικόνες και ιερά σκεύη, μετέβη στο Κίεβο. Το ταξίδι του νεοφωτίστου ηγεμόνος και του νέου μητροπολίτου προς την ηγεμονεύουσα πόλη της ρωσικής γης ήταν σαν μία ιερή εκστρατεία, που εκκινούσε για να ξεριζώσει την προγονική πολυθεΐα της χώρας.
Στην πρωτεύουσα της Κιεβικής Ρωσίας ο Μιχαήλ βάπτισε τα τέκνα του Βλαδιμήρου και τον λαό στον παραπόταμο του Δνείπερου Ποτσάικα.
Κατά την σύντομη περίοδο της ποιμαντορίας του, σε συνεργασία με τον άγιο Βλαδίμηρο και με βοηθούς τους επισκόπους και κληρικούς του, ο Μιχαήλ ανέπτυξε ευρύτατη ιεραποστολική δραστηριότητα. Εκήρυττε στους ειδωλολάτρες το Ευαγγέλιο της χάριτος, κατηχούσε τον λαό, εβάπτιζε και στερέωνε τους νεοφωτίστους στην πίστη. Κατά τον υμνογράφο της Εκκλησίας, ο Μιχαήλ «κατεκρήμνισε τα είδωλα με τον πέλεκυ της ευαγγελικής διδασκαλίας, ξερίζωσε τα αγκάθια της πολυθεΐας και έσπειρε καρποφόρα σπέρματα στην γη της Ρωσίας».
Τα επόμενα έτη, 990 και 991, μετέβη και στις άλλες δύο ισχυρές ηγεμονικές πόλεις της εποχής, το Νόβγκοροντ και το Ροστώφ, όπου με τον ιεραποστολικό του ζήλο κατέλυσε την πολυθεϊστική δεισιδαιμονία, εβάπτισε τον λαό, ανήγειρε εκκλησίες και χειροτόνησε ιερείς.
Καταβεβλημένος από την έντονη δράση του και τις δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες, εκοιμήθη στις 15 Ιουνίου του 991, έχοντας στερεώσει με το βάπτισμα του Κιέβου τα θεμέλια του εκχριστιανισμού της Ρωσίας.
Ο θάνατός του προκάλεσε βαθειά θλίψη στον άγιο Βλαδίμηρο για την τόσο σύντομη απώλεια του καλού ποιμένος του λαού του αλλά και ενός σοφού συμβούλου για τις υποθέσεις του κράτους.
Ενταφιάσθηκε στον ναό της Θεοτόκου της Δεκάτης (Ντεσιατίναγια), που ανήγειρε ο Βλαδίμηρος με την ευλογία του αγίου Μιχαήλ, τον οποίο όμως ο τελευταίος δεν είδε τελειωμένο. Στις αρχές του ιβ’ αιώνος τα τίμια λείψανά του βρέθηκαν άφθαρτα και μετεκομίσθησαν στην Πετσέρσκαγια Λαύρα, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Η Εκκλησία τιμά τον άγιο ιεράρχη ως φωτιστή του Κιέβου και ψάλλει: «Καυχάται η πόλις του Κιέβου σήμερα για τον βαπτιστικό χιτώνα με τον οποίον την ενέδυσες, άγιε».
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πρώτος, Σεπτέμβριος, 28. Εκδόσεις Ορμύλια, 2001, σελ. 349.