Μαρτυρία και διδαχή

Η Εκκλησία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου

Ήλθε ο Χριστός στη γη και, αφού έκανε το έργο που είχε να κάνει, ανελήφθη στους ουρανούς, και μετά από λίγες ημέρες ήλθε το Άγιο Πνεύμα, και ιδρύθηκε έτσι η Εκκλησία, που είναι το σώμα του Χριστού.

Τα πρώτα μέλη της, οι Απόστολοι και όσοι πίστεψαν στο κήρυγμά τους, είχαν βαθυτάτη συνείδηση ότι η Εκκλησία, και επομένως και αυτοί, δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Εξελέγησαν εκ του κόσμου τούτου, και η Εκκλησία προήλθε από τον κόσμο αυτόν, αλλά μόλις δημιουργήθηκε, και μόλις ο καθένας έγινε μέλος της, έπαυσαν να είναι εκ του κόσμου τούτου.

Ο Χριστός, και επομένως και η Εκκλησία, ως σώμα του Χριστού, δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Η Εκκλησία, τα μέλη της Εκκλησίας είχαν βαθυτάτη συνείδηση και συναίσθηση ότι μέσα στον κόσμο είναι ξένοι.

Ωστόσο, δεν σηκώθηκε η Εκκλησία να φύγει από τον κόσμο· έμεινε μέσα εκεί. Όμως, παρά το ότι έμεινε, ήταν ξένη· και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, όσο ξένος είναι ένας ο οποίος σηκώνεται και πηγαίνει σε μια έρημο, όπου δεν αισθάνεται να έχει κανέναν ολόγυρά του. Έτσι ακριβώς η Εκκλησία μέσα στον κόσμο ήταν σαν μέσα σε μια έρημο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένας ερημίτης, με αυτή την έννοια, μέσα στην απέραντη έρημο του κόσμου.

Ζούσε χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς γέφυρες που ευνοούσαν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Ζούσε μάλιστα από τα πρώτα της βήματα με την αίσθηση ότι, όπου να ‘ναι, έρχεται το πλήρωμα της βασιλείας, δηλαδή όπου να ‘ναι έρχεται ο Κύριος. Αυτό είναι το πλήρωμα της βασιλείας, το ότι ξανάρχεται ο Κύριος.

Όταν η Εκκλησία ζούσε με αυτή την αναμονή, ότι ο Κύριος έρχεται, δεν το έκανε απλώς διότι πίστευε ότι όπου να ‘ναι έρχεται· δεν το έκανε δηλαδή μόνο από άποψη χρονική, αλλά και από άποψη, αν θέλετε να πω, ποιοτική. Δηλαδή: είμαι Εκκλησία, ενόσω αναμένω να έρθει ο Κύριος και εφόσον ζω με αυτή την αναμονή, με αυτή την προσμονή και προσδοκία· αν δεν ζω έτσι, δεν είμαι Εκκλησία.

Η Εκκλησία λοιπόν και τα μέλη της ζουν με αυτή την αναμονή ποιοτικά. Θέλω αυτό να τονίσω: ποιοτικά. Δεν μπορούν να αισθανθούν ότι είναι του Χριστού, ότι είναι μέλη της Εκκλησίας, εάν δεν ζουν με αυτή την αναμονή, εάν δεν είναι πιασμένοι από αυτή την αναμονή, ότι ο Κύριος έρχεται, άσχετα πότε θα έρθει.

Εκκλησία και βασιλεία του Θεού μέσα στον κόσμο δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό το πλήρωμα, αυτή η πλήρης βασιλεία του τέλους, η οποία συνεχώς μπαίνει μέσα στον κόσμο αυτόν και αγιάζει και μετατρέπει σε βασιλεία και σε Εκκλησία όσους μετατρέψει, φέρνοντάς τους προς το πλήρωμα. Γι’ αυτό είναι συνδεδεμένη κατά στενό, οργανικό και ζωντανό τρόπο –όχι απλώς χρονικά αλλά και ποιοτικά– η παρούσα κατάσταση της Εκκλησίας με αυτή την αναμονή.

Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, τους τρεις πρώτους αιώνες με τους διωγμούς η Εκκλησία ζούσε έντονα αυτή την αλήθεια, για την οποία τώρα μιλούμε. Όχι μία αλλά χίλιες φορές προτιμούσαν τον θάνατο, παρά να χάσουν τον Χριστό. Άσχετα πόσο θα ζούσε ο καθένας, που μπορεί να έφθανε και στα εκατό του χρόνια, από την ώρα που γινόταν χριστιανός, συνεχώς ζούσε όχι απλώς με τη σκέψη ότι θα έρθει η Δευτέρα Παρουσία, αλλά με την επιθυμία, με τον πόθο να έρθει.

Το «ελθέτω η βασιλεία σου» στο «Πάτερ ημών» δεν σημαίνει αυτό που συνήθως νομίζουμε: να έρθει η βασιλεία του Θεού, και να καλοστρωθούμε εδώ στη γη. Τι να το κάνεις αυτό; Όπως κι αν έχει το πράγμα, θα φύγουμε εμείς, ύστερα θα έρθουν άλλοι, θα φύγουν κι εκείνοι. «Ελθέτω η βασιλεία σου» σημαίνει να έρχεται συνεχώς η βασιλεία μέσα μας, να μας αγιάζει και να μας οδηγεί προς το πλήρωμα.

Μετά τους διωγμούς, ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε ως επίσημη, τρόπον τινά, θρησκεία του κράτους τον χριστιανισμό. Βέβαια, αυτό ήταν καλό, αλλά είχε και την άσχημη πλευρά, γιατί η Εκκλησία άρχισε μετά να εκκοσμικεύεται. Η Εκκλησία ως σώμα του Χριστού πάντοτε βέβαια είναι η ίδια, αλλά άρχισαν να εκκοσμικεύονται οι άνθρωποι που είναι μέσα σ’ αυτήν, δηλαδή τα μέλη της.

Άρχισε η Εκκλησία να χάνει αυτό που τη χαρακτήριζε· το ότι δηλαδή ήταν πιασμένη από αυτή την αναμονή, από αυτή την προσμονή της βασιλείας του Θεού –την ποιοτική και όχι απλώς τη χρονική– και άρχισαν οι χριστιανοί να καλοστρώνονται και να καλοβολεύονται.

Η εκκλησιαστική ηγεσία άρχισε να έχει δούναι λαβείν με αυτοκράτορες και γενικά με την κοσμική εξουσία, και έτσι όλο και έμπαινε το κοσμικό φρόνημα μέσα στην Εκκλησία.

Κοσμικό φρόνημα δεν είναι μόνο το να ντύνεται κανείς όπως ντύνεται ο κόσμος, ή να τρώει όπως τρώει ο κόσμος, ή κάτι παρόμοιο. Είναι κάποιος κοσμικός, όταν χάνει αυτό που είπα προηγουμένως· όταν δηλαδή χάνει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, που όλο τον τραβάει προς τα άνω, και αυτός όλο και τραβάει με την επιθυμία του τη βασιλεία προς τα εδώ.

Όταν αυτό χαθεί, είναι κοσμικός κανείς, έστω και αν φοράει καλογερικά ενδύματα και τρώει τα πιο νηστίσιμα φαγητά.

Το πνεύμα λοιπόν της Εκκλησίας, επομένως του χριστιανού, είναι ότι «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13:14), και ότι είμαστε χριστιανοί, ενόσω επιζητούμε τη μέλλουσα αυτή πόλη.

 

 

 

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Εφηβεία, γάμος, αγαμία”, τόμος Β’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2004, σελ. 131-137 (αποσπάσματα).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Εκκλησία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου

Ορθόδοξη πίστη και ζωή στο email σας. Λάβετε πρώτοι όλες τις τελευταίες αναρτήσεις της Κοινωνίας Ορθοδοξίας:
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter! Θα λάβετε email επιβεβαίωσης σε λίγα λεπτά. Παρακαλούμε, ακολουθήστε τον σύνδεσμο μέσα του για να επιβεβαιώσετε την εγγραφή. Εάν το email δεν εμφανιστεί στο γραμματοκιβώτιό σας, παρακαλούμε ελέγξτε τον φάκελο του spam.
Έχετε εγγραφεί επιτυχώς στο newsletter!
Λυπούμαστε, υπήρξε ένα σφάλμα. Παρακαλούμε, ελέγξτε το email σας.