Αυτή τη στιγμή, φέρνοντας στον νου μου κάποιο πρόσφατο γεγονός, θα ήθελα να πω τα εξής: Βλέπει κανείς στην καθημερινή ζωή την τάση που υπάρχει σε ορισμένους από μας, που είμαστε ακόμη παλαιός άνθρωπος, να αλλοιώσουμε τη γνησιότητα, την αλήθεια, τη σωστή ενέργεια. Υπάρχει αυτή η τάση. Και στην καλύτερη περίπτωση κάπως θέλεις να βάλεις κάτι δικό σου.
Προσέξτε. Έχει μεγάλη σημασία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πολύ μεγάλη σημασία να είμαστε στη σχέση μας με τον Θεό τίμιοι, χωρίς πονηριές. Δεν σε δέχεται αλλιώς ο Θεός. Δεν σε δέχεται ο Θεός, όταν δεν είσαι έτσι. Ο Θεός σπεύδει να σε φωτίσει, να σε βοηθήσει να δεις την αλήθεια, να γίνεις ειλικρινής, να γίνεις ακριβής, να γίνεις ντόμπρος, που λένε, χωρίς δικαιολογίες. Αν έχω καταλάβει καλά μέχρι σήμερα, οι πιο πολλοί χριστιανοί γι’ αυτό χωλαίνουν: έχουν καλή διάθεση γενικώς, έχουν μια ευσέβεια, μια ευλάβεια, αλλά κάπου κάνουν πονηριές. Και μακάρι να το δει κανείς.
Θα παρακαλούσα, όλοι μαζί, κι εγώ κι εσείς, παίρνοντας αφορμή από αυτά που λέμε τώρα, να βάλουμε αρχή επί τη εισόδω μας στο νέο εκκλησιαστικό έτος. (*) Όχι ότι θα κάνουμε τέρατα και σημεία. Δεν θέλει τίποτε άλλο ο Θεός· αληθινοί να γίνουμε, ό,τι κι αν μας στοιχίσει. Και ακριβώς επειδή θα σου στοιχίσει, ταπεινώσου ενώπιον του Θεού. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό.
Είναι έτσι φτιαγμένος ο άνθρωπος, που, από τον πρώτο καιρό της υπάρξεώς του στον κόσμο αυτό, θέλει να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του. Συνεχώς έτσι ενεργεί. Για τον σκοπό αυτό τα πάντα κάνει, που έχουν μέσα και πονηριά και εγωισμό και φιλαυτία και τούτο κι εκείνο. Ύστερα και ως χριστιανός κανείς αρχίζει να κάνει και χριστιανικά πράγματα, αλλά όλα αυτά οικοδομούν τον παλαιό άνθρωπο, οικοδομούν αυτόν τον ψεύτικο άνθρωπο, αυτόν τον υποκριτή. Και έτσι, από το ένα μέρος τάχα αγωνίζεται κανείς και από το άλλο μέρος δεν γίνεται τίποτε, δεν προκόπτει. Γιατί δεν προκόπτουμε;
Να διερωτηθούμε: Κατά πόσο θα δεχθούμε βαθύτερα να γκρεμίσουμε, ή, καλύτερα, να γκρεμιστεί –να το γκρεμίσει ο Θεός– όλο αυτό που φτιάχναμε μια ζωή; Ακόμη και την αρετή μας να γκρεμίσει και όχι μόνο τα όποια στραβά κάναμε από τότε που ήμασταν μικρά παιδιά. Όπως λέει ο προφήτης, να μας καθαρίσει ο Θεός από τα σφάλματα της νεότητος και να μας συγχωρήσει (Ψαλμ. 24:7).
Αλλά και ύστερα, στη μετέπειτα ζωή μας και μέχρι σήμερα, μέχρι αυτή την ώρα, και η μια και η άλλη ενέργειά σου –και όταν μιλάς και όταν δεν μιλάς και όταν τάχα ταπεινοφρονείς και όταν τάχα ορμάς με ζήλο στα του Θεού– το όλο κίνητρο είναι να στήσεις την «ιδίαν δικαιοσύνην» (Ρωμ. 10:3), να στήσεις το εγώ σου, να στήσεις τη φιλαυτία. Πώς θα γίνει έτσι αλλαγή; Πώς θα γίνει αρχή; Στοιχίζει να πας ενάντια στη φιλαυτία, αλλά έρχεται λύτρωση. Λυτρώνεσαι από το εγώ. Βρίσκεις τον Θεό, και ο Θεός είναι μαζί σου.
Αλλά εμείς δεν μάθαμε να ζούμε με τον Θεό. Προσέξτε. Μπορεί να λέμε διάφορα, αλλά δεν μάθαμε να έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό. Πιο πολλή εμπιστοσύνη έχουμε στο πλυντήριο, στο ότι έχουμε θέρμανση, πιο πολλή εμπιστοσύνη έχουμε στο ότι τρώμε καλά, κοιμόμαστε καλά. Βλέπετε, είναι ξεσηκωμένοι όλοι· θέλουν και άλλα, και άλλα. Όπως άκουσα να λέει ένας: «Εμείς μικρά παιδιά μεγαλώσαμε με ψωμί και αλάτι, και ήμασταν καλά. Φτωχοί, αλλά καλά ήμασταν. (Οι παλαιότεροι έχουμε τέτοιες εμπειρίες.) Τώρα, και τι δεν έχουμε, και δεν μας φτάνουν και θέλουμε και άλλα».
Δεν γίνεται. Πρέπει να προσγειωθούμε, να ταπεινωθούμε. Έχει τρόπο ο Θεός να ταπεινώσει τον καθένα και να του δώσει αληθινή μετάνοια, να του δώσει αυτογνωσία. Να αφεθούμε στα χέρια του Θεού. Βλέπετε, μόλις αρχίσουμε να σκεφτόμαστε έτσι, δεν έχουμε ούτε διάθεση να εχθρευόμαστε κανέναν, ούτε διάθεση να φθονήσουμε κανέναν. Φεύγει ακόμη και αυτό: «Αχ! Τι θα γίνουμε εμείς οι αμαρτωλοί;» Το αναλαμβάνει και αυτό ο Θεός και σου δίνει ανάπαυση.
Έχει μεγάλη σημασία πώς ακούσαμε αυτά όλα που είπαμε, πώς θα τα καταλάβουμε, πώς θα τα βάλουμε μέσα μας, πώς θα τα βιώσουμε, πώς θα μας επηρεάσουν, ώστε να γίνουμε του Χριστού.
(*) Την 1η Σεπτεμβρίου αρχίζει το εκκλησιαστικό έτος. Δηλαδή από εκκλησιαστικής απόψεως την 1η Σεπτεμβρίου έχουμε πρωτοχρονιά.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Σεπτέμβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2017, σελ. 26.