Ο γέροντας του περιφήμου παπα-Σάββα του Πνευματικού, ο παπα-Ιλαρίων ο Ίβηρ (= Γεωργιανός), ήταν μια εξαιρετική πνευματική φυσιογνωμία. Στην πατρίδα του, όταν εξομολογούσε τους βασιλείς της Γεωργίας, φορούσε – σύμφωνα με την εθιμοτυπία της αυλής – μεγαλοπρεπέστατο μανδύα, στον οποίον άστραφταν ρουμπίνια, μαργαριτάρια και επτακόσιες πενήντα διαμαντόπετρες.
Ο ασκητικότατος παπα-Ιλαρίων άφησε τα βασιλικά ανάκτορα και το 1843 κλείσθηκε στο ησυχαστικό κελλί του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, τρία τέταρτα ψηλότερα από την Ι. Μονή Διονυσίου.
Ο Ιωάννης Ρεμούνδος, νεαρός σπουδαστής του Πολυτεχνείου από την Άνδρο, μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο ήρθαν να γίνουν μοναχοί στην Ι. Μονή Διονυσίου. Μετά από λίγες ήμερες αυτόν τον κράτησαν, ενώ στον αδελφό του είπαν να ζητήσει άλλο μοναστήρι.
Την επομένη του θλιβερού χωρισμού ο Ιωάννης, πηγαίνοντας για κάποια εργασία στο νεροπρίονο του δάσους, σκέφθηκε να περάσει από τον παπα-Ιλαρίωνα, να τον γνωρίσει και να πάρει την ευχή του για την νέα του ζωή.
– Ορίστε, τέκνο μου, ακούσθηκε μία άγνωστη φωνή καθώς πλησίασε στο ερημικό κελλί. Ήταν ο παπα-Ιλαρίων, πού καθόταν έξω από την πόρτα.
Και μετά τον χαιρετισμό:
– Να κάνεις υπομονή, παιδί μου. Υπομονή και υπακοή. Και να μη θλίβεσαι για τον χωρισμό του αδελφού σου. Σήμερα θα κοινοβιάσει στην Ι. Μονή Ξενοφώντος. Και αργότερα θα γίνει και ηγούμενος.
Ο νεαρός δόκιμος γέμισε θαυμασμό από τα παράδοξα που άκουγε. Νόμιζε πως έχει απέναντί του κάποιον βιβλικό προφήτη.
– Έλα τώρα, τέκνο μου, να προσκυνήσεις τον άγιο Ιάκωβο. Βάλε τρεις μετάνοιες και ασπάσου την ιερή εικόνα του.
Και χτυπώντας τον με πατρική στοργή στον ώμο, του λέει:
– Ν’ αγαπάς και να ευλαβείσαι τον συνώνυμό σου απόστολο. Αυτός θα είναι ο καλύτερός σου προστάτης.
– Μα, άγιε πάτερ, δεν λέγομαι Ιάκωβος.
– Ναι, τέκνο μου Ιωάννη, αλλά θα γίνεις και Ιάκωβος. Και, πρόσεξε, ως την κουρά σου μόνο εσύ να γνωρίζεις ό,τι σου είπε σήμερα ένας άμυαλος γέροντας.
Όταν ο Ιωάννης ονομάστηκε πατήρ Ιάκωβος, ο παπα-Ιλαρίων δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο κενοδοξίας, γιατί τους κινδύνους αυτούς δεν τους διατρέχουν οι κοιμηθέντες. Ούτε πάλι, όταν ο αδελφός του έγινε ηγούμενος στο μοναστήρι του Ξενοφώντος.
Ο πόλεμος της Κριμαίας
Το 1854 ήταν έτος οδύνης και ταραχής για την Ρωσία. Είχε προηγουμένως προκαλέσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τώρα θρηνούσε την συμφορά της. Είχε ν’ αντιμετωπίσει όχι μόνο τούρκους, αλλά και άγγλους και γάλλους. Ένα πολυάριθμο εχθρικό στράτευμα. Ή χερσόνησος της Κριμαίας είχε γίνει πεδίο σφοδρών μαχών. Η Σεβαστούπολη δοκίμαζε σκληρή πολιορκία. Το μέλλον φαινόταν ζοφερό.
Οι τσάροι της Ρωσίας σε παρόμοιες περιστάσεις δεν ξεχνούσαν τους οσίους στάρετς. Σ’ αυτούς κατέφευγαν, όπως άλλοτε οι βασιλείς του Ισραήλ στους προφήτες. Έτσι τον καιρό αυτό ένα ιστιοφόρο με αξιωματικούς του τσάρου Νικολάου του Α’ αναζητούσε άνθρωπο του Θεού.
Κατευθύνθηκε προς τον Άθωνα και αγκυροβόλησε στην Ι. Μονή Διονυσίου. Αναζητούμενος ήταν ο παπα-Ιλαρίων. Και το αίτημα των αξιωματικών ήταν να μάθουν την έκβαση του πολέμου.
Ο γέροντας, τέκνο της ταπεινοφροσύνης, δεν ήθελε να τον τιμούν σαν προφήτη. Αυτοί όμως που γνώριζαν την πνευματική δύναμη του ανδρός, δεν υποχωρούσαν.
Όσο εκείνος πρόβαλλε άρνηση, τόσο αυτοί εκλιπαρούσαν. Το πλοίο περίμενε τρεις ημέρες στην αποβάθρα του μοναστηριού. Στο τέλος ο παπα-Ιλαρίων υπεχώρησε. Παίρνει στα χέρια του το κομποσχοίνι, στρέφεται προς τον Θεό, τον Κύριο των χρόνων και των αιώνων, και Τον παρακαλεί για την υπόθεση.
– Η Ρωσία θα ταλαιπωρηθεί, θα νικηθεί εν τέλει, αλλά δεν θα έχει εδαφικές απώλειες.
Αυτά έμαθε ο τσάρος για την έκβαση του Κριμαϊκού πολέμου (1854-1855). Και το μέλλον δικαίωσε τον αθωνίτη ασκητή!
Από το βιβλίο: ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ. Τόμος πρώτος. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2008, σελ. 131.
Το προορατικό χάρισμα του παπα-Ιλαρίωνος του Ίβηρος