«Παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται» (Ψαλμ. 36:23). Με αποκάλυψη κατεύθυνε ο Κύριος και τα βήματα του ανθρώπου του Θεού Παϊσίου στην Μονή Στομίου της Επαρχίας Κονίτσης. Διψούσε για ερημική ζωή και προετοιμαζόταν για την έρημο, αλλά με εντολή της Παναγίας βρέθηκε σε Μοναστήρι του κόσμου.
Έλεγε ο ίδιος: «Το τάμα που είχα κάνει στην Παναγία, αν με διαφυλάξη η χάρι της κατά τον πόλεμο, να πάω τρία χρόνια να βοηθήσω να κτισθή το καμένο Μοναστήρι της, νόμισα ότι η Παναγία πλέον δεν θα το ζητήσει, μιας και έγινα μοναχός, αλλά φαίνεται ότι το ήθελε».
Έτσι βρέθηκε ο Γέροντας στο ήσυχο Μοναστηράκι του Στομίου τον Αύγουστο του 1958. Οι άνθρωποι χάρηκαν με τον ερχομό του και τον επισκέπτονταν αρκετοί.
Άρχισε την ανακαίνιση του καμένου Μοναστηριού, χωρίς να έχη τα απαραίτητα χρήματα και υλικά. Βοηθούσαν μερικοί καλοί Χριστιανοί. Ο Δεσπότης του είπε να γυρίζη με τα άγια Λείψανα στα χωριά για να συγκεντρώνη εισφορές. Όπου πήγαινε, έρχονταν, προσκυνούσαν και έδιναν εκείνοι οι φτωχοί άνθρωποι από ένα πιάτο σιτάρι. Το σιτάρι όμως που μάζευε, ένα-δυο τσουβάλια, δεν το κρατούσε για τα ανακαινιστικά έργα· το έδινε στον παπά του κάθε χωριού να το μοιράση στις πιο φτωχές οικογένειες.
Η Παναγία όμως που τον έφερε στο Μοναστηράκι της ευδοκούσε στις κοπιαστικές προσπάθειές του. Φώτισε μερικούς και προσέφεραν χρήματα, υλικά και προσωπική εργασία. Πολλές φορές μάλιστα ένιωσε ο Γέροντας και την άμεση συνεργία και αντίληψή της, όπως διηγήθηκε:
«Όταν ρίχναμε την πλάκα, ήρθαν να βοηθήσουν εβδομήντα άτομα. Ενώ η δουλειά προχωρούσε, μου λένε οι μαστόροι: “Θα λείψουν είκοσι τσουβάλια τσιμέντο”. Τώρα τι να κάνω; Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Να την αφήσουν στην μέση, λένε, δεν κάνει, να φέρουν άλλα τσιμέντα δύσκολο, διότι χρειάζονταν τεσσεράμισι ώρες με τα ζώα τα οποία είχαν στα χωράφια. Τρέχω τότε στην Εκκλησία. Ανάβω ένα κερί, γονατίζω και παρακαλώ την Παναγία να βοηθήση. Ύστερα πηγαίνω και λέω στους εργάτες να συνεχίσουν την δουλειά, βάζοντας την κανονική αναλογία. Όταν τελείωσαν, περίσσεψαν και πέντε τσουβάλια τσιμέντο!».
Στο μεταξύ οι γυναίκες που μαγείρευαν ειδοποίησαν τον Γέροντα ότι τα ψωμιά και το φαγητό ήταν λίγα σε σχέση με τους εργάτες. Αυτός τις καθησύχασε λέγοντας να μη στενοχωριούνται καθόλου. Πράγματι όλοι «έφαγον και εχορτάσθησαν και ήραν περισσεύματα κλασμάτων». Φεύγοντας πήραν και ψωμί στο σακκούλι. Επίσης κατά την διάρκεια της εργασίας κατάμαυρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και προμήνυαν καταρρακτώδη βροχή. Αν έβρεχε, θα έμενε η πλάκα στην μέση. Αλλά σε λίγο βγήκε ο ήλιος και τελείωσε το έργο.
Δύσκολη επίσης ήταν η εξεύρεση των υλικών, αλλά και η μεταφορά τους από ένα μονοπάτι, όμοιο με «γιδόστρατα», που σε μερικά σημεία στένευε τόσο, ώστε φορτωμένο ζώο δύσκολα περνούσε. Από την άλλη πλευρά ήταν γκρεμός.
Αφηγείται εργάτης: «Θα ρίχναμε την πλάκα και ο π. Παΐσιος είχε κουβαλήσει το χαλίκι από το ποτάμι και το ανέβασε στο Μοναστήρι. Άλλο στην πλάτη με το τσουβάλι και άλλο με ζώα που μάζευε από δω και από κει, κατάφερε και έρριξε την πλάκα, αλλά κουράσθηκε πολύ».
Διηγήθηκε ο κ. Γεώργιος Μάϊππας: «Κάποτε πήγε ο καθηγητής της αρχαιολογίας κ. Δάκαρης. Είδε την Εκκλησία να είναι στρωμένη με πλάκες και λέγει στον π. Παΐσιο: “Θα σου στείλω μάρμαρα λευκά”. Πράγματι έστειλε και τα άφησε στην γέφυρα. Ειδοποιεί ο Γέροντας τους Κονιτσιώτες να τα μεταφέρουν με τα ζώα. Αυτοί πήγαν, είδαν τα μάρμαρα, τα βρήκαν μεγάλα και είπαν ότι δεν μπορούν τα μουλάρια να τα μεταφέρουν από φόβο μήπως γλιστρήσουν στον γκρεμό. Ο Γέροντας τους είπε: “Καλά”. Τίποτε άλλο. Κατεβαίνει και παίρνει δυο μάρμαρα στην πλάτη να τα ανεβάση στο Μοναστήρι. Τον είδαν κάποιοι:
– Πάτερ, τι κάνεις;
– Ε, αφού οι Κονιτσιώτες λυπούνται τα μουλάρια τους, θα τα κουβαλήσω εγώ.
»Αυτοί τρέχουν και λένε:
– Τι κάθεστε στα καφενεία και ο π. Παΐσιος κουβαλάει τα μάρμαρα μόνος του στην πλάτη;
»Φιλοτιμήθηκαν τότε, πήγαν με τα μουλάρια, τα κουβάλησαν και στρώθηκε έτσι το δάπεδο της Εκκλησίας με λευκό μάρμαρο».
Αγόρασε ξυλεία και μόνος έκανε πόρτες, παράθυρα, στασίδια, τραπέζια και ό,τι άλλο χρειαζόταν.
Επίσης άλλαξε την σκεπή της Εκκλησίας, έκανε κελλιά για μοναχούς, Αρχονταρίκι, στέρνα και άλλα έργα.
Η αδελφή του Χριστίνα θυμάται: «Το Μοναστήρι ήταν ερείπιο και πήγαινα και βοηθούσα. Όταν πρωτοπήγαμε, φορτώσαμε λίγα πράγματα σ’ ένα μουλάρι. Ενώ υπήρχε δωμάτιο και κουζίνα, και ένα δωμάτιο στην είσοδο, αυτός έφτειαξε μια παραγκούλα από σανίδια, ίσα-ίσα δηλαδή να κάθεται, όχι ξαπλωτός. Του λέω: “Πού θα καθήσεις αυτού; Θα σε φάνε τα ποντίκια”. Μου απάντησε: “Αν έρχεται κανείς, να έχη ένα δωμάτιο να μένη”. Τα τρόφιμα μού τα γύρισε. “Πάρτα, γιατί θα τα φάνε τα ποντίκια”. Κάθησε εκεί μέχρι που ήρθαν άλλοι δύο πατέρες και έκανε τρία μικρά κελλάκια. Αργότερα έκανε στην γωνία το κελλί, όπου έμενε».
Ο κ. Μάϊππας ανέφερε: «Ο π. Παΐσιος ήταν τέλειος μαραγκός. Αυτός ανέστησε το κατεστραμμένο Μοναστήρι με πολλούς κόπους. Ήταν άρρωστος αλλά και νηστευτής. Τη νηστεία δεν την χαλούσε ποτέ».
Μαρτυρεί ο κ. Απόστολος Χατζηρούμπης: «Επισκεφθήκαμε τον Γέροντα στο Στόμιο και είδαμε το νοικοκύρεμα που έκανε στο Μοναστήρι. Τα έργα του προκαλούσαν θαυμασμό. Τότε μας είπε ότι ο χείμαρρος που είναι πιο κάτω είναι δυσκολοδιάβατος τον χειμώνα. Προσφερθήκαμε να τον βοηθήσουμε. Καλούπωσε ο ίδιος μια γεφυρούλα. Έπειτα πήγαν οκτώ άτομα και τον βοήθησαν να ρίξη το τσιμέντο».
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008