Πριν τον πόλεμο του 1940, όταν οι χωρικοί είχαν χορούς και τραγούδια στα σπίτια τους, ο όσιος Γεώργιος έσκυβε το κεφάλι του και με λύπη έλεγε στο νεωκόρο του: «Αχ, γιαβρούμ (παιδί μου), δεν ξέρετε πίσω τι μας έρχεται…» Εννοούσε τον πόλεμο που πλησίαζε.
Μία εβδομάδα πριν από τον πόλεμο ο όσιος έκλαιγε με λυγμούς όλη τη νύχτα στο κελλί του. Όταν τον ρώτησαν γιατί κλαίει και στενοχωρείται τόσο πολύ για τα προβλήματα του κόσμου, με βαθειά λύπη απάντησε: «Εσύ δεν ξέρεις, δεν ξέρεις, παιδί μου…». Ο όσιος έβλεπε νοερώς τη φρίκη του πολέμου και τις επερχόμενες καταστροφές.
Επί μία ολόκληρη εβδομάδα έκλαιγε γοερώς και συνεχώς. Στο τέλος της εβδομάδος κηρύχθηκε ο πόλεμος. Είναι γεγονός ότι προείδε και προείπε τον πόλεμο, γιατί το ανάφεραν μετά τον πόλεμο και πολλοί άλλοι.
Όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας, στην εποχή της κατοχής, οι κάτοικοι πολύ ταλαιπωρήθηκαν. Όταν ήλθε η ώρα να φύγουν, ήταν μεγάλη η χαρά των χωρικών. Τότε ο όσιος τους είπε: «Μη χαίρεσθε, μη χαίρεσθε, αυτά που έρχονται τώρα είναι χειρότερα…». Εννοούσε τον εμφύλιο σπαραγμό, όπου χύθηκε άφθονο αδελφικό αίμα. Δυστυχώς, έτσι ακριβώς έγινε.
Στην περίοδο των ανταρτών το Καρά-Ντερέ ήταν το κέντρο των εφόδων τους και το επιτελείο τους. Μία ημέρα ξεκίνησαν οι αντάρτες από το Καρά-Ντερέ για τη Σίψα, με σκοπό να κάψουν το χωριό και να φονεύσουν τους κατοίκους του. Τα διπλανά χωριά τα είχαν κάψει και είχαν φονεύσει πολλούς. Πήγαν στη Σίψα και ήταν έτοιμοι να την καταστρέψουν ολότελα. Ο αρχηγός τους όμως μετανόησε και είπε στους συντρόφους του: «Αυτοί φτωχοί άνθρωποι είναι, γιατί να τους πειράξουμε;» Έτσι επέστρεφαν στη βάση τους.
Οι υπόλοιποι αξιωματικοί του επιτελείου, όταν τους είδαν να επιστρέφουν στη βάση τους, βγήκαν προς συνάντησή τους, για ν’ ακούσουν τ’ αποτελέσματα της επιδρομής τους. Ο αρχηγός της ομάδος τους είπε: «Γιατί να τους καίγαμε; Φτωχοί άνθρωποι είναι και μένουν ήσυχοι στα σπίτια τους». Ένας άλλος όμως διαφώνησε μαζί του και είπε: «Εγώ θα πάω να καταστρέψω το χωριό». Πήγε στη Σίψα, αλλά γύρισε κι εκείνος άπρακτος, αισθανόμενος κατά παράξενο τρόπο όπως και ο προηγούμενος. Τότε ανέλαβε ένας τρίτος, για να συμβεί παραδόξως και σε εκείνον το ίδιο πράγμα. Τελικά συναντήθηκαν και οι τρεις στο επιτελείο τους και απορούσαν πώς επέστρεφαν άπρακτοι από αυτό το χωριό. Θεωρούσαν ότι κάποια δύναμη σκέπαζε τη Σίψα, γιατί άλλη εξήγηση δεν μπορούσαν να δώσουν.
Τη συζήτηση των αξιωματικών την πληροφορήθηκε ένας κάτοικος του χωριού, τον οποίο είχαν συλλάβει με σκοπό να τον εκτελέσουν. Δύο φορές είχαν επιχειρήσει να τον εκτελέσουν και τις δύο φορές την τελευταία στιγμή μετανοούσαν. Ο χωρικός αυτός έκανε γνωστό το περιστατικό. Είναι γεγονός ότι μόνο με τη βοήθεια του Θεού και τις πρεσβείες του οσίου σώθηκε το χωριό και οι κάτοικοί του.
Είναι αξιοσημείωτο ότι με την προορατική του χάρη ο όσιος είχε δει τον επερχόμενο κίνδυνο και συνέστησε στους κατοίκους να πάρουν την εικόνα της Παναγίας, να τη λιτανεύσουν γύρω από το χωριό ψάλλοντας, ώστε να προφυλαχθεί από την καταστροφή. Υπάκουσαν οι απλοί χωρικοί, το χωριό δεν διχάσθηκε και δεν έπαθε τίποτε κατά τον συμμοριτοπόλεμο.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 130.
Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης σώζει στη φρίκη του πολέμου