Μου κάνει εντύπωση στις συναντήσεις που έχω με νέους, στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις, καθώς συζητούμε και καθώς τα λέμε, μου κάνει εντύπωση αυτό που διαπιστώνω: σαν άλλοι άσωτοι –όπως ο άσωτος τα πήρε όλα και τα ξόδεψε όλα– καθώς γκρέμισαν και έβγαλαν από τη μέση διάφορα εμπόδια που υπήρχαν, χύμηξαν τα καημένα τα παιδιά, χωρίς να ξέρουν τι τους γίνεται, και απόλαυσαν τα πάντα. (Πιο πολύ πρέπει να λυπούμαστε αυτούς που πλανώνται και όχι να τους κατακρίνουμε. Τι να τους κατακρίνεις; Αυτά τα παιδιά είναι δυστυχισμένα, όπως και όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι μακράν του Χριστού.)
Και τι έγινε; Αυτό που διαπιστώνω εγώ –μπορεί να πέφτω έξω– δεν είναι απλώς ότι τα παιδιά απόλαυσαν τα πάντα και πάλι δεν βρήκαν τη χαρά, πάλι δεν βρήκαν την ευτυχία, και τώρα δεν έχουν τι να απολαύσουν. Όχι· δεν είναι απλώς αυτό μόνο. Φοβούμαι δηλαδή ότι αυτά τα παιδιά τα σημερινά, και γενικώς η ανθρωπότητα η σημερινή πήγε πολύ πιο πέρα από τον άσωτο. Όταν συζητάς με έναν νέο σήμερα, διαπιστώνεις ότι όχι απλώς έκανε πολλά πράγματα, όχι απλώς έφθειρε τον εαυτό του, τον έχει τσακίσει, τον έχει σμπαραλιάσει τον εαυτό του, αλλά είναι διαλυμένος ως ύπαρξη, έχασε την ταυτότητά του. Δεν ξέρει: υπάρχει, δεν υπάρχει; Δεν ξέρει τι σημαίνει, ας πούμε, να είναι κανείς άνθρωπος, να έχει οντότητα, να μπορεί να πει ένα όχι, να μπορεί να πει ένα ναι· τίποτε.
Είχα χρησιμοποιήσει μια φορά ένα παράδειγμα. Βλέπεις ένα τριαντάφυλλο, το οσφραίνεσαι κιόλας, έχει ωραίο άρωμα, το χαίρεσαι, το απολαμβάνεις. Αν όμως δεν σταθείς σ’ αυτό, αλλά πεις: «Για, να το δω λίγο καλύτερα» –τάχα καλύτερα– και το πάρεις στα χέρια σου και αρχίσεις να ανοίγεις τα πέταλά του, τάχα για να το γνωρίσεις καλύτερα, θα το παιδέψεις στα χέρια σου, θα αρχίσουν ένα-ένα να πέφτουν τα πέταλά του και θα μείνει το κοτσάνι στα χέρια σου. Πάει το τριαντάφυλλο· τη στιγμή ακριβώς που εσύ νόμισες ότι θα το γνωρίσεις καλύτερα και θα το χαρείς καλύτερα και θα το απολαύσεις καλύτερα.
Αυτό έπαθαν τα παιδιά σήμερα. Χύμηξαν στη ζωή. Δεν είδαν τη ζωή με σεβασμό. Δεν είδαν το μυστήριο της ζωής με σεβασμό και από απόσταση, όπως πρέπει να κάνει το λογικό ον, αλλά χύμηξαν και απόλαυσαν τη ζωή κατά έναν τέτοιο τρόπο, που την ξεπουπούλιασαν και μαζί με το ξεπουπούλιασμα της ζωής ξεπουπούλιασαν και τον εαυτό τους.
Είπαμε ότι δεν υπάρχει χειρότερη κατάσταση από αυτήν στην οποία έφθασε ο άσωτος, από αυτήν στην οποία φθάνουν σήμερα οι άνθρωποι, ιδίως οι νέοι, που είπαμε ότι προχωρούν και πιο πέρα από τον άσωτο· αλλά δεν υπάρχει και καλύτερη κατάσταση.
Να μου επιτρέψετε να πω, αδελφοί μου, την ταπεινή μου γνώμη. Θέλω πάντοτε να είμαι αισιόδοξος· σαν να πηγάζει από μέσα μου αυτό. Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα σήμερα, αλλά παραδόξως είμαι αισιόδοξος, διότι από κάποια πλευρά ποτέ, αν θέλετε, δεν ήταν τόσο καλά. Το λέω με αυτή την έννοια: Έφθασαν για πολλούς ανθρώπους εκεί τα πράγματα, που είναι ό,τι χρειάζεται τώρα να καθίσουν κάτω και να έλθουν στον εαυτό τους και να επιστρέψουν στον Θεό. Και οι νέοι, που έχουν φύγει κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά και όλοι μας. Διότι, σας παρακαλώ πάρα πολύ, ναι μεν είμαστε χριστιανοί, εκκλησιαζόμαστε, προσευχόμαστε, εξομολογούμαστε, κοινωνούμε, αλλά λίγο πολύ όλοι διαπιστώνουμε ότι βαθύτερα κάτι λείπει. Κάτι λείπει. Σαν να μη γεμίζει η ψυχή μας, σαν να μην είναι η ζωή μας σύμφωνη με αυτά που λέει η Αγία Γραφή, με αυτά τα οποία λένε τα βιβλία της Εκκλησίας –τα Μηναία, η Παρακλητική, το Τριώδιο, όλοι αυτοί οι ύμνοι που ψάλλουμε.
Αν δούμε όλοι μας, π.χ., την περίοδο αυτή το βιβλίο Τριώδιο, αλλά και όλα τα άλλα βιβλία που χρησιμοποιεί η Εκκλησία μαζί με το Τριώδιο –το Ωρολόγιο, τα Μηναία, την Παρακλητική κτλ., αλλά κυρίως το Τριώδιο– και προσέξουμε όλα αυτά που λέγονται εκεί μέσα, αμέσως θα κάνουμε τη διαπίστωση: «Θεέ μου, τι γίνεται εδώ; Άλλο πράγμα έπρεπε να είμαστε, αλλιώς έπρεπε να νιώθουμε, αλλιώς έπρεπε να ζούμε και αλλιώς είμαστε, αλλιώς νιώθουμε. Τι συμβαίνει;» Συμβαίνει ακριβώς αυτό: χρόνια και χρόνια είμαστε χριστιανοί, αλλά κατά έναν τέτοιο τρόπο, που έχει μπαγιατιάσει το πράγμα, κατά έναν τέτοιο τρόπο, που σαν να έχει σχηματιστεί γύρω από την ψυχή μας μια κρούστα. Πως είναι η κόρα στο ψωμί; Αυτή είναι τρόπον τινά σαν ένα περίβλημα, που δεν αφήνει εξωτερικά πράγματα να μπουν μέσα στο ψωμί, στην ψίχα. Μήπως όλη η χριστιανοσύνη μας –όσο καλή κι αν είναι– τελικά είναι ένα περίβλημα, μια κρούστα, που δεν αφήνει τη χάρη του Θεού, έτσι που είμαστε τοποθετημένοι, να μπει βαθιά μέσα στην ψυχή μας, ώστε να αναγεννηθεί η ψυχή μας και να ζήσουμε πράγματι όπως διαβάζουμε στους αγίους; Διότι αυτοί είναι τα πρότυπά μας, αυτοί είναι τα παραδείγματά μας. Σας παρακαλώ· δεν μπορούμε ούτε σοφούς να προσέχουμε ούτε απλώς καλούς ανθρώπους. Τα παραδείγματα και τα υποδείγματά μας είναι οι άγιοι.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, Συνάξεις Τριωδίου Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, β’ έκδοση 2013, σελ. 132 (αποσπάσματα).