Ο άγιος Κλήμης, ο γενναίος αθλητής του Χριστού, υπέστη τα μαρτύρια διαδοχικά από δύο βασιλείς, τον Διοκλητιανό και τον Μαξιμιανό, και εννέα άρχοντες: τον Δομετιανό, τον Αγριππίνο, τον Κουρίκιο, τον Δομέτιο, τον Σακερδότα, τον Μάξιμο, τον Αφροδίσιο, τον Λούκιο και τον Αλέξανδρο. Ο αγώνας του άρχισε στην Άγκυρα, όπου ήταν επίσκοπος, συνεχίστηκε σε άλλα μέρη –Ρώμη, Νικομήδεια, Αμισό, Ταρσό– και ολοκληρώθηκε στις 23 Ιανουαρίου 296 στην Άγκυρα. Ο συνολικός χρόνος του μαρτυρίου του ήταν είκοσι οκτώ χρόνια!
Συνοδοιπόρο στην οδό του μαρτυρίου είχε τον άγιο Αγαθάγγελο, με τον οποίο συνεορτάζονται στις 23 Ιανουαρίου.
Στη συνέχεια παραθέτουμε από τον βίο τους τη διήγηση για έναν από αυτούς τους βασανιστές των αγίων.
Όταν και ο Σακερδώς, ο έβδομος κατά σειράν άρχοντας που βασάνισε τους αγίους μάρτυρες Κλήμη και Αγαθάγγελο, τίποτε απολύτως δεν κατάφερε, όπως και οι προηγούμενοί του, ο Μαξιμιανός γέλασε με την καρδιά του γι’ αυτόν και είπε: «Αυτός είναι ο περιβόητος Σακερδώς!»
Εκείνη την ώρα έτυχε να βρίσκεται κοντά στον Μαξιμιανό ένας άλλος ηγεμόνας, ο Μάξιμος· άκουσε τα λόγια του Μαξιμιανού και ένιωσε μέσα του ζήλο να κάνει κακό στους αγίους. «Σε παρακαλώ», είπε, «μεγάλε βασιλιά, παράδωσε και σ’ εμένα αυτούς τους ανθρώπους και έχω πεποίθηση στους μεγάλους θεούς ότι οπωσδήποτε ή θα τους μεταπείσω ή θα τους θανατώσω με τρόπο επώδυνο». Συμφώνησε ο Μαξιμιανός, και ο Μάξιμος έγινε ο όγδοος που πήρε τους μάρτυρες. Αυτός εφάρμοσε μια καινούργια τακτική εναντίον τους: Συζητούσε μαζί τους κατά διαστήματα και υποκρινόταν ότι είναι σύμβουλός τους αληθινός και φίλος. Τους συναντούσε αρχικά και τους συναναστρεφόταν φιλικά για να χαρεί και να ευχαριστηθεί μαζί τους. Στη συνέχεια, αφού τους άφηνε λίγες μέρες, τους καλούσε να συζητήσουν, και φαινόταν να τους νουθετεί και να τους συμβουλεύει και όχι να τους πιέζει ούτε να τους εξαναγκάζει στο παραμικρό.
Αφού με αυτόν τον τρόπο πέρασε πολύς χρόνος, αποκαλύφθηκε ξεκάθαρα η απάτη του Μαξίμου και φανερώθηκε η αιτία της απατηλής εκείνης και προσποιητής φιλίας. Κάλεσε δηλαδή τους αγίους και τους είπε: «Χαίρετε εσείς, που σας αγαπούν οι αθάνατοι θεοί και σας θεωρούν παιδιά τους γνήσια· διότι πολλές φορές και χρησμούς μου έδωσαν και στον ύπνο μου παρουσιάστηκαν για να κοπάσουν την οργή μου εναντίον σας, και αυτό χωρίς να περιμένουν τίποτε άλλο, παρά μόνο την αυτόβουλη αλλαγή σας, η οποία βέβαια θα συμβεί σε λίγο, όπως μου αποκάλυψε ο μεγάλος μεταξύ των θεών Διόνυσος, ο οποίος και μου ζήτησε να σας οδηγήσω σε αυτόν. Ιδού λοιπόν, είναι έτοιμος ο βωμός και όλα όσα είναι απαραίτητα για τις θυσίες· ελάτε, θυσιάστε, να κερδίσετε την εύνοια των θεών».
Πήραν τον λόγο οι άγιοι και απάντησαν: «Ξεκάθαρα, δικαστή, διαψεύστηκες και δεν πείθεις. Διότι όσα σου λένε την ημέρα οι θεοί σου, άλλα τόσα οπωσδήποτε και τη νύχτα. Ποιος Διόνυσος λοιπόν σου παρουσιάστηκε; Γιατί, όπως βλέπουμε, αυτός είναι διπλός: χάλκινος και μαρμάρινος. Ποιον από τους δύο ονομάζεις αθάνατο; Διότι αν ονομάζεις αθάνατο τον μαρμάρινο, θα δεις σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτόν τον αθάνατο για εσένα θεό ή να έχει συντριβεί και να έχει χρησιμοποιηθεί σε οικοδομή ή να έχει βαλθεί σε καμίνι και να έχει μεταβληθεί σε ασβέστη. Αν πάλι διαλέγεις τον χάλκινο, σύντομα και αυτόν θα τον λιώσουν και θα μετατραπεί σε υπηρετικά σκεύη, σε ό,τι χρειάζεται για κάθε περίπτωση».
Όταν οι άγιοι τα είπαν αυτά, ο Μάξιμος, επειδή κατάλαβε ότι τίποτε δεν κέρδισε με την υποκρισία και την προσποίησή του, παρά μόνο να προκληθεί εξευτελισμός των θεών του, πέταξε τη μάσκα και φανέρωσε ποιος ήταν ο αληθινός εαυτός του, πράγμα που φάνηκε αμέσως.
Πρόσταξε λοιπόν να μπήξουν στη γη σούβλες μυτερές στην άκρη, μήκους περίπου τριάντα εκατοστών, με τη μύτη να εξέχει προς τα επάνω, και να βάλουν επάνω στις μύτες ανάσκελα τον μακάριο Κλήμη και να τον χτυπούν ανελέητα με πολύ χοντρά ξύλα. Στον Αγαθάγγελο πάλι να ρίξουν μολύβι στο κεφάλι του, λιωμένο στη φωτιά.
Γρήγορα πραγματοποιήθηκε η προσταγή, και τον γενναίο Κλήμη τον χτυπούσαν από μπροστά στο στήθος, ενώ οι σούβλες τρυπούσαν τα νώτα του. Όμως και σε αυτή την κατάσταση η ψυχή δεν άφησε το σώμα, επειδή είναι αδιάψευστος ο Κύριος που του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον νικήσουν τα βασανιστήρια, ούτε θα πεθάνει από αυτά. Αλλά και ο Αγαθάγγελος επίσης επέδειξε υπεράνθρωπη καρτερία.
Ο Μάξιμος λοιπόν και οι άλλοι παρόντες, κατάπληκτοι από το παράδοξο θαύμα, δεν μπορούσαν πια ούτε στα μάτια τους να πιστέψουν με το παράλογο θέαμα που αντίκριζαν, έναν άνθρωπο να διαπερνάται στο στέρνο, στην καρδιά και σε όλο το υπόλοιπο σώμα από τις μυτερές σιδερένιες σούβλες και πέρα από αυτό να τον χτυπούν με μεγάλη σφοδρότητα από επάνω και να μην πεθαίνει αμέσως, αλλά να είναι ακόμη ζωντανός και να αντέχει και να αντιμετωπίζει την αφόρητη εκείνη βία με αμείωτη σταθερότητα.
Μετά πολλή ώρα τον έβγαλε από τις σούβλες, σαν ρούχο σχισμένο από παντού και που μόνο το ότι μιλούσε έδειχνε ότι δεν ήταν νεκρός. Ο μάρτυρας λοιπόν στράφηκε αμέσως στον Μάξιμο και είπε: «Θα καταλάβατε, έστω και τώρα, ότι το σώμα μου δεν αγωνίζεται μόνο του εναντίον σας, αλλά έχει μαζί του τον Θεό, ο οποίος μέσω αυτού υπερνικά τις επιβουλές σας και δεν αφήνει την ψυχή μου να πετάξει από το σώμα, κρατώντας την με δύναμη και συνέχοντάς την με ανείπωτους τρόπους».
Αποκαμωμένος λοιπόν από όλα ο τύραννος και μην έχοντας πια καμιά ελπίδα να του αναπτερώνει το ηθικό, έκλεισε στη φυλακή τον άγιο Κλήμη, ενώ ακόμη τον υποβάσταζαν, μαζί με τον Αγαθάγγελο· ο ίδιος έστειλε λεπτομερή αναφορά στον Μαξιμιανό για όσα επινόησε εναντίον των μαρτύρων και πώς αυτοί ξεπέρασαν και τα καλοπιάσματα και τα βασανιστήρια, ακόμη και την ανθρώπινη φύση. Και ο Μαξιμιανός όντας σε πλήρη αμηχανία, όμοια με τον Μάξιμο, επειδή δεν μπορούσε ούτε να πείσει τους γενναίους, αλλά ούτε να τους θανατώσει, διέταξε να τους αφήσουν έτσι στη φυλακή, χωρίς καμία φροντίδα, ώσπου να έρθει η ώρα του φυσικού τους θανάτου.
Από το βιβλίο: “Ο ΑΓΙΟΣ ΚΛΗΜΗΣ. 28 χρόνια μαρτυρίου”. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 83.
Από τον βίο του αγίου Κλήμη επισκόπου Αγκύρας