«και ιδού γυνή ην πνεύμα έχουσα ασθενείας
έτη δέκα και οκτώ, και ην συγκύπτουσα» (Λκ 13:11)
Κάποτε ο Κύριος βρέθηκε, όπως συνήθιζε, μέρα Σαββάτου σε κάποια Συναγωγή, που ήταν ο τόπος δημόσιας λατρείας των Εβραίων, και δίδασκε. Σ’ αυτή τη Συναγωγή βρέθηκε για να προσευχηθεί και μια γυναίκα, η οποία έπασχε. Επί δεκαοκτώ χρόνια ήταν «συγκύπτουσα». Καμπουριασμένη, διπλωμένη στα δύο. Πόσο θα πονούσε και με πόση δυσκολία θα μετακινούνταν! Ακόμη όμως και πόσο άσχημα θα αισθανόταν, καθώς θα συγκέντρωνε επάνω της τα περίεργα, ίσως τα με συμπάθεια, ίσως όμως και τα επιτιμητικά βλέμματα των άλλων!
Αυτή τη γυναίκα θεράπευσε ο Κύριος και μάλιστα χωρίς να του το ζητήσει. Κάνοντας μια εξαίρεση. Διότι ο Χριστός ήθελε να του ζητούν οι άρρωστοι τη θεραπεία τους και μάλιστα με θερμότητα. Πώς έτσι έκανε την εξαίρεση αυτή;
Λόγω της αρρώστιάς της θα είχε κάθε λόγο να μη πάει στη Συναγωγή. Η απουσία της από αυτή θα ήταν δικαιολογημένη. Και όμως η αγάπη της για το Θεό, ο πόθος της για τη λατρεία του την κάνει να ξεπερνά τη μεγάλη της δυσκολία, να παραιτείται από αυτό το οποίο θα λέγαμε δικαιούνταν. Και αυτό ακριβώς νομίζουμε ότι συγκίνησε τον Κύριο και τον έκανε να τη θεραπεύσει χωρίς να του το ζητήσει.
Αυτή η διάθεση αυταπαρνήσεως, αυτή η διάθεση αυτοθυσίας έχει ιδιαίτερη και πολύ μεγάλη σημασία και για τη δική μας πνευματική ζωή. Αν την ώρα που π.χ. είμαι κουρασμένος, και τρόπον τινά έχω το δικαίωμα να προσευχηθώ μόνο ένα λεπτό, εγώ ξεπεράσω την κούραση, τον εαυτό μου, το δικαίωμά μου για ανάπαυση και προσευχηθώ περισσότερο, αυτό θα συγκινήσει ιδιαίτερα το Θεό και η ευλογία, ο «μισθός» που θα έχω θα είναι πολλαπλάσιος.
Παρόμοια όταν θυσιάζω την ξεκούρασή μου για να αναπαύσω, να εξυπηρετήσω κάποιον που έχει ανάγκη. Παρόμοια όταν δέχομαι να αδικηθώ οικονομικά χάριν κάποιου άλλου. Παρόμοια όταν σιωπώ και δε μιλώ ενώ έχω δίκαιο ή μιλώ και παίρνω το βάρος του αδελφού επάνω μου. Σ’ αυτές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, που χάνει κανείς την ανθρώπινες παρηγοριές ή υλικά οφέλη, κερδίζει τη θεϊκή βοήθεια και τη θεϊκή ανάπαυση.
Όμως ενώ η θαυμαστή θεραπεία προκάλεσε τη δοξολογία της πρώην συγκυπτούσης και τη χαρά του όχλου «επί πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ’ αυτού», του Χριστού δηλαδή, στον αρχισυνάγωγο προκάλεσε αγανάκτηση και κρίση θα λέγαμε υποκρισίας. «Έξι μέρες υπάρχουν» είπε απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα «κατά τις οποίες μπορεί κανείς να εργάζεται· μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε και όχι το Σάββατο».
Και ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Καθένας σας δεν λύνει το Σάββατο το βόδι ή το γαϊδούρι του από τη φάτνη και πηγαίνει να το ποτίσει; Αυτήν δε που είναι θυγατέρα του Αβραάμ, την οποία έδεσε ο σατανάς δέκα οκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από αυτά τα δεσμά την ημέρα του Σαββάτου;»
Ας δούμε όμως τι σημαίνει η λέξη υποκριτής, γιατί ο Κύριος ονόμασε έτσι τον αρχισυνάγωγο και τι σημασία θα μπορούσε να έχει για μας.
Υποκριτής είναι ο ηθοποιός, αυτός που άλλος φαίνεται και άλλος είναι στην πραγματικότητα. Δηλαδή η υποκρισία είναι ένα ψέμα, μια απάτη. Ο υποκριτής προσπαθεί να ξεγελάσει τους άλλους, δίνοντάς τους ψεύτικες εντυπώσεις.
Οι υποκριτές της εποχής του Χριστού έκαναν κατά τρόπο επιδεικτικό διάφορες ψευτοαρετές για να δοξαστούν από τους ανθρώπους. Αυτούς ο Κύριος τους παρομοίαζε με τάφους ασβεστωμένους, που ενώ έξω φαίνονταν ωραίοι, μέσα είχαν κόκαλα νεκρά και κάθε ακαθαρσία. Έτσι και εδώ ο αρχισυνάγωγος χαρακτηρίστηκε υποκριτής, διότι ενώ εξωτερικά ήθελε να φανεί ότι αγωνιζόταν για την τήρηση της αργίας του Σαββάτου, δηλαδή ότι ήταν ευσεβής και ενάρετος, στην πραγματικότητα μιλούσε από φθόνο, από ζήλεια.
Ο υποκριτής όμως, συνήθως, προσπαθεί και καταφέρνει να ξεγελάσει όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Τον πείθει ότι τάχα είναι ενάρετος ενώ είναι εμπαθής, αμαρτωλός. Και αυτό είναι το χειρότερο, διότι καθώς έχει την αυτοδικαίωση δεν έχει μετάνοια. Μη συναισθανόμενος την αμαρτωλότητά του δεν αισθάνεται την ανάγκη να καταφύγει στο Θεό για να τον συγχωρέσει, να τον θεραπεύσει, να τον δικαιώσει, να τον κάνει πραγματικά ενάρετο, να τον σώσει. Ο Χριστός έλεγε ότι οι υποκριτές προσεύχονται για να φανούν στους ανθρώπους και έτσι απέχουν από το μισθό τους.
Είναι λοιπόν η υποκρισία καταστροφική για τον άνθρωπο και γι’ αυτό προκαλεί την οργή του Θεού. Ο Χριστός προς τους υποκριτές απεύθυνε τα φοβερά «ουαί», πράγμα το οποίο δεν έκανε για καμιά άλλη κατηγορία αμαρτωλών. Και αυτό το έκανε από αγάπη, για να φέρει σε συναίσθηση αυτής της δύσκολα να γίνει αντιληπτής μορφής της ανθρωπαρέσκειας, της υπερηφάνειας.
Εκτός όμως από αυτή την κακή, την ψεκτή υποκρισία, υπάρχει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και η καλή, η επαινετή υποκρισία. Δηλαδή, ενώ κάποιος έχει αρετή προσπαθεί να κάνει τους άλλους να πιστέψουν ότι δεν έχει. Αυτό το βλέπουμε ιδιαίτερα στους λεγομένους «διά Χριστόν σαλούς». Πρόκειται για πραγματικά αγίους οι οποίοι, κατόπιν έμπνευσης από τον Θεό, επιδίδονται στο ιδιαίτερο αγώνισμα, με επίπλαστη τρέλα να κρύβουν την αγιότητά τους, να μένουν ταπεινοί και ταυτόχρονα να ωφελούν τους ανθρώπους.
Γενικώς οι άγιοι όχι μόνο δεν επιζητούσαν τον έπαινο των ανθρώπων, αλλά και επιμελώς τον απέφευγαν. Ο άγιος Νήφων προσευχόμενος έλεγε: «Σε παρακαλώ, Χριστέ μου, διά πρεσβειών της Παναγίας Μητέρας σου και όλων των αγίων, να μη βρεθεί άνθρωπος που να πει καλό λόγο για μένα». Ο δε αββάς Παμβώ επί τρία χρόνια παρακαλούσε τον Θεό να μη τον δοξάσει επί της γης, και εκείνος τον δόξασε τόσο, ώστε οι άνθρωποι δεν μπορούσαν από τη λάμψη να τον δουν στο πρόσωπο.
Γι’ αυτό και εμείς ας απεχθανόμαστε την υπερήφανη υποκρισία και κάθε άλλη μορφή ανθρωπαρέσκειας και ας ποθούμε και ας καλλιεργούμε την ταπεινοφροσύνη, το κατά τον αββά Ισαάκ Σύρο ένδυμα της θεότητος, που και εμάς ενδύει με τη θεότητα, δεδομένου ότι «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν»· στον οποίο και μόνο, άγιο Τριαδικό Θεό, πρέπει κάθε δόξα, τώρα και πάντα. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας
Θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας το Σάββατο – Κυριακή Ι’ Λουκά