Προ ημερών, ήρθαν δύο παιδιά περίπου 23 ετών και μου είπαν ότι παίρνουνε χασίσι.
– Τι είναι αυτό; τους ρώτησα.
– Να, παίρνουμε χαπάκια από το φαρμακείο, αλλά υπάρχει και χόρτο που το κάνουμε τσιγάρα και τα καπνίζουμε.
– Πόσο δίνεις σε αυτό το τσιγάρο;
– 2.000 δραχμές, πάτερ. (Περίπου το 1985).
– Πώς τα οικονομείς αυτά τα λεφτά;
– Να, πάτερ μου, με ψέματα και αλήθειες…
– Γιατί, παιδάκι μου, να πης το ψέμα; “Δικαιοσύνην ηγάπησεν ο Θεός”. Γιατί να μην εργασθής δίκαια, να ευλογή ο Χριστός τα αγαθά σου, να πάρης κάτι να φας, ένα ρουχάκι;… Και εάν έχης περίσσευμα, να κάνης καμμιά ελεημοσύνη, καμμιά Λειτουργία για την ψυχή σου και πας τα δίνεις σε αυτό το ναρκωτικό;… Τώρα τι κάνεις;
– Τώρα, όλο μου το σώμα πονάει.
– Όταν το παίρνης αυτό το χάπι, τι αισθάνεσαι;
– Ζαλίζομαι και το κεφάλι με πονάει. Και τώρα, δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου καλά.
Βλέπετε, αδελφοί μου, ευσεβείς χριστιανοί (προς τους παρευρισκομένους που τους διηγείται), τι κακές συνέπειες έχουν τα ναρκωτικά; αυτά τα διαβολεμένα πράγματα; Και ξενυχτούν και κάνουν πράξεις, που δεν λέγονται.
Να προσέχετε τους αιρετικούς! Εμείς, παιδιά μου, εκείνο που βρήκαμε εκείνο να τηρούμε, είτε εκ παραδόσεως, είτε εν λόγω, είτε δια επιστολής, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος. Προ ετών είχε περάσει ένα παλληκάρι φοιτητής από την Θεσσαλονίκη, και το παιδί αυτό πήγαινε σε μια μεγάλη αίθουσα με άλλους φοιτητές και τους μιλούσαν αιρετικά πράγματα. Και το παιδί ήταν μαύρο στο πρόσωπο και έβγαζε από το στόμα του φλόγες. Μου έλεγε:
– Πάτερ μου, φωτιές βγάζω από το στόμα μου!
– Μα, αφού αρνήθηκες τον Θεό, παιδί μου;…
– Πάτερ μου, μας πλανήσανε. Ήμασταν παιδιά της Εκκλησίας… Τι να κάνω τώρα, πάτερ, για να σωθώ;
– Να μετανοήσης, παιδί μου, και να μην ξαναπάς σε τέτοιες πόρτες και τέτοιες συντροφιές να μην κάνης. Και να πηγαίνης στην εκκλησία. Στην εκκλησία υπάρχει η σωτηρία της ψυχής μας. Στην εκκλησία βρίσκουμε υγεία, παρηγοριά, σωτηρία ψυχής.
Τις προάλλες, πέρασε ένας νέος και ήταν σαν τον Φαρισαίο. Μου λέει:
– Πάτερ, για κοίταξέ με τι μπράτσα έχω! Τι νειάτα που έχω!
– Τι να σε δω, παιδί μου!
– Κοίταξέ με, τι ντρέπεσαι;
Τον κοίταξα μια ματιά.
– Έχω, πάτερ μου, 5-6 πτυχία. Έχω πλούτη, οικόπεδα, χρήματα, σπίτια. Ένα μόνο δεν έχω. Δεν πιστεύω στον Χριστό σας. Του λέω, λοιπόν, και ‘γω:
– Άκουσε, παιδί μου, εφ’ όσον τον Χριστό δεν πιστεύεις, τίποτα δεν έχεις. Αυτά που έχεις σου τα έδωσε ο Θεός. Δεν σου τα έδωσε μόνο για τον εαυτό σου. Τα έδωσε για τους φτωχούς, τους πονεμένους ανθρώπους. Πόσα φτωχά, πόσα ορφανά παιδιά υπάρχουν… Αυτά (που έχεις) σε ακολουθούν μέχρι τον τάφο. Μετά από τον τάφο αρχίζει νέα ζωή! Και του είπα το εξής περιστατικό:
Ήταν μια παπαδιά εδώ στα μέρη μας που ήταν και δασκάλα. Εκοιμήθη και μας φώναξαν στην κηδεία. Πήγαμε εκεί και είδα είχαν στα χέρια της ένα χαρτάκι διπλωμένο. Ρωτάω:
– Τι είναι αυτό;
– Ήταν δασκάλα! μου λένε.
– Και αν ήταν δασκάλα, τι είναι αυτό το χαρτάκι;
– Το πτυχίο της! μου είπαν με θαυμασμό.
– Ακούστε με, τους λέω. Τα πτυχία, τα αξιώματα, οι τιμές, μέχρι τον τάφο ακολουθούν. Το χαρτάκι αυτό θα μπη στο χώμα, θα σαπίση, πάει. Τα έργα μας θα εξετάση ο Θεός.
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Α’. Διηγήσεις (να’). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Ο Αγιος Ιάκωβος για τους ναρκομανείς, τους αιρετικούς και τους ματαιόδοξους