Γάμοι διάδοχου! Γεγονός ανεπανάληπτο, παραμυθένιο, κάτι που και τώρα ακόμη εντυπωσιάζει με τη φαντασμαγορία του, πόσο μάλλον στην παλιά εποχή, που ο θεσμός της βασιλείας δεν ήταν κάτι το περίπου διακοσμητικό, αλλά είχε ουσιαστική σημασία.
Λοιπόν ο μονάρχης της παραβολής μας προσκαλεί στο γαμήλιο τραπέζι. Τι ύψιστη τιμή, τι σπανιότατη ευκαιρία για χαρά, ευθυμία και απόλαυση ανείπωτη και απίθανη!
Και όμως το «τρελό» γίνεται: Οι ευνοημένοι «ουκ ήθελαν ελθείν», και δεν ήρθαν! Σε τέρψη τους κάλεσε και όχι σε λύπη, πλην αυτοί αδιαφορώντας «απήλθον». Μερικοί μάλιστα δεν έμειναν στην απροθυμία και στην αδράνεια, μα και ατίμασαν τους αυλικούς που τους μετέφεραν την ονειρώδη πρόσκληση και τους… σκότωσαν(!) και ας τους καλούσαν οι καημένοι σε καλά και όχι σε κακά. Και βέβαια τιμωρήθηκαν από τον βασιλιά για την αχαρακτήριστη και φρενοβλαβή συμπεριφορά τους – οι θεομάχοι θα πληρώσουν κάποτε την παράνοιά τους.
Το «Ουκ ήθελον» μας θέτει προ του πολύκροτου και πολυθρύλητου θέματος της ελευθερίας της θελήσεως. Η ελευθερία του ανθρώπου, θέμα και πρόβλημα που βασάνισε τον άνθρωπο ανέκαθεν, κυριολεκτικά ανέκαθεν, από τον Αδάμ ήδη, που χρησιμοποίησε καταστρεπτικά την ελευθερία του. Η τριπλή ελευθερία – η εθνική, η δικονομική και κυρίως η πνευματική – απασχόλησε ειδικότερα μυριάδες θεολόγους, φιλοσόφους, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, νομοθέτες και [φυσικά!]… πολιτικούς. Υπόθεση αμφιλεγόμενη, δύσληπτη και ακανθώδης· σκόπελος όπου εξόκειλαν μεγαθήρια, όπου απέτυχαν αναστήματα και φυσιογνωμίες σαν τον Αυγουστίνο. Ας προσπαθήσουμε να προσπελάσουμε στο επίμαχο «έχε με παρητημένον».
* * *
Η ελευθερία είναι δώρο Θεού. «Ιδού, έχω δώσει μπροστά σας την οδό της ζωής και την οδό του θανάτου» βεβαίωσε ο Σαβαώθ με τη γραφίδα του προφήτη Ιερεμία (21.8).
Η ζωή και το αντίθετό της, ο θάνατος. Και στη μέση ο άνθρωπος για να κινηθεί ελεύθερα σε όλο το πεδίο, από το ένα άκρο έως το άλλο. Η ελευθερία συνεπώς είναι παροχή Θεού. Μας την εκταμιεύει από τον ακένωτο θησαυρό Του. Η μεγαλοδωρία Του καθρεφτίζεται και σε μια δεύτερη παραβολή, την παραβολή του ασώτου (Λουκ. 15.11-32), που επίσης περιστρέφεται και γύρω από τον άξονα της ελευθερίας. Ο πλούτος «της ουσίας», της περιουσίας, που εκχωρήθηκε στον μικρότερο ατάσθαλο γιο του καλού πατέρα, υποδηλώνει κατά τους ερμηνευτές τα χαρίσματα και μάλιστα την ελευθερία που δίνει ο Κύριος, έστω και αν χρησιμοποιηθεί αρνητικά.
Ο Θεός σέβεται την ελευθερία με την οποία μας έχει προικίσει. Απλώς «επωφελείται» τη μεταχείρισή της από μέρους μας. Να το επεξηγήσουμε:
Ο Πάνσοφος, που ξέρει από το πικρό να βγάζει γλυκό, την αθλιότητα του Ιούδα την «εκμεταλλεύθηκε» στο όλο σχέδιό Του προς σωτηρία του ανθρώπου, στη «θεία Οικονομία». Ο Ιούδας είχε όλα τα καλά, δηλαδή το προνόμιο να είναι ένας από τους δώδεκα αποστόλους στον κόσμο. Και όμως κακούργησε.
Στον αντίποδα τώρα, αντίθετα φέρθηκε ο πάγκαλος Ιωσήφ, άψογα και μεγαλόψυχα, παρότι αντιμετώπισε όλα τα κακά και από πλευράς ψυχικής (την εγκληματική συμπεριφορά των αδελφών του) και από πλευράς εξωτερικής (την παντελώς άδικη βασανιστική κάθειρξή του). Είχε «αγαθό λογισμό». Και τι είπε στο τέλος στους αδελφούς του, που ως αντιβασιλιάς πια τους είχε στα χέρια του να τους έκανε ό,τι ήθελε; Τους καθησύχασε: «Μη φοβάσθε, γιατί είμαι του Θεού εγώ. Εσείς σκεφθήκατε [θελήσατε] εναντίον μου προς κακό, ο δε Θεός σκέφθηκε [θέλησε] για μένα προς καλό, για να γίνει [ό,τι συνέβη] σαν σήμερα, και να τραφεί λαός πολύς» (Γεν. 50.19-20).
Ο Κύριος χρησιμοποίησε και την κακία του Ιούδα και την αρετή του Ιωσήφ. Αλλά και οι δυο τους έδρασαν αυτόβουλα, ελεύθερα.
Η ελευθερία του ανθρώπου ίσως είναι μια ισχυρή απόδειξη της υπάρξεως Θεού πανσθενούς. Ο Θεός δεν φοβάται τον άνθρωπο, ακόμη και όταν με την ελευθερία του στρέφεται εναντίον Του. Του επιδαψίλευσε την ελευθερία εν γνώσει Του ότι όχι αραιά και που, όχι σπάνια, θα τη μεταχειριζόταν θεομαχικά. Δεν φοβάται τον άνθρωπο, άρα είναι δυνατότερός του. Δεν είναι δικτάτωρ που φοβάται εξέγερση, η οποία θα τον ανατρέψει.
Μερικοί πιστεύουν ότι η πλάση του ανθρώπου «κατ’ εικόνα Θεού» (Γεν. 1.27) υπαινίσσεται την ελευθερία ακριβώς με την οποία τον προίκισε Εκείνος – και που έχει αυτονόητα προϋπόθεση και υπόβαθρο την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου. Η ελευθερία προέρχεται από το μόνο πανελεύθερο ον, τον Ύψιστο, για να χρησιμοποιηθεί δημιουργικά και ωφέλιμα. Σκοπός τελικός είναι να φθάσει ο άνθρωπος στην «απάθεια», στην ηθική τελείωση κατόπιν της απαλλαγής από τα πάθη, ν’ ανέλθει δηλαδή από το «κατ’ εικόνα Θεού» στο «καθ’ ομοίωσιν» Αυτού (Γεν. 1.26), του παντελειότατου Θεού.
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Η παραβολή των βασιλικών γάμων – Κυριακή ΙΔ’ Ματθαίου