Ο Γέροντας Πορφύριος –διηγείται η Γερόντισσα Στυλιανή της Ι. Μ. Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης– μου έλεγε ότι ήθελε στο Μοναστήρι του να μαζέψη ενάρετες, αληθινές μοναχές. Χωρίς ζήλιες, μικρότητες και εγωισμούς που συνήθως ταλαιπωρούν τις γυναίκες. Να έχουν μέσα τους μόνο τον Χριστό. Ήθελε εκτός από το διακόνημα, να κάνουν τις Ακολουθίες. Αυτά ήθελε να είναι η καθημερινή πνευματική τροφή. Πίστευε πως αγιάζεται ο άνθρωπος διαβάζοντας τα λόγια των Πατέρων.
Μου έλεγε ο Παππούλης: «Εγώ εσένα ήθελα εδώ, θα βοηθούσες πολύ. Δεν γίνεται όμως λόγω Αρχιεπισκοπής. Να μπορούσες τουλάχιστον να μου έδινες δύο αδελφές να ξεκινήσω το Μοναστήρι. Θέλω να βάλω θεμέλιο από το Μοναστήρι σας. Θα έρχεσαι από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή να τις βοηθάς και Σαββατοκύριακο θα είσαι πίσω στο Μοναστήρι σου. Αλλά, άσε να δούμε, πώς θα το κάνουμε. Βλέπεις εδώ σας ζηλεύουν γιατί σας αγαπώ! Μωρέ, ξέρεις γιατί σας αγαπώ; Σας αγαπώ γιατί αγαπάτε τον Θεό, δίνεστε στον κόσμο και “γλεντάτε” τον μοναχισμό».
Όταν μας έβλεπε, μας ρωτούσε: «Πώς πάει η μελέτη της Αγίας Γραφής, το Ψαλτήρι, ο Τριαδικός Κανών;» Μας έκανε μάθημα πώς να διαβάζουμε, πώς να προσευχώμεθα, πώς να συγχωρούμε.
Ήταν καλοκαίρι του 1991. Εκείνη την φορά ο Γέροντας Πορφύριος μου είπε: «Να έρχεσαι Γερόντισσα σε παρακαλώ, να συμπαραστέκεσαι στην αδελφή μου στην γερόντισσα Πορφυρία και να της λες και κανένα πνευματικό. Να, τώρα ευκαιρία είναι, πήγαινε λίγο στο κελλί της».
Βγήκα έξω, πήρα μία από τις αδελφές που με συνόδευαν και μπήκαμε στο κελλί της γερόντισσας Πορφυρίας. Εκείνη την ώρα διάβαζε Παρακλητική. Της είπα: «Αχ, Γερόντισσα, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω και διαβάζετε την Παρακλητική!»
Σηκώνει το βλέμμα της η γερόντισσα Πορφυρία, με κοιτάει και μου λέει: «Καλέ, Γερόντισσα, έχεις γαλανά μάτια! Μοιάζουν με του Γέροντα. Ξέρεις τι λένε για τα γαλανά μάτια; Λένε πως τα μαύρα μάτια τα ‘χουνε οι σκύλοι κι οι γάιδαροι, τα γαλανά, τα όμορφα όλοι οι πρωτευουσιάνοι».
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώση την πρόταση κι ακούστηκε ένα ντριιιν, χτυπούσε το κουδούνι του Γέροντα. Εκείνη την στιγμή ήρθε η ανηψιά του, για να μου πη ότι με θέλει ο Γέροντας στο κελλί του. Τρέχω, μπαίνω μέσα και μου λέει: «Καλά, γι’ αυτό σε έστειλα εκεί; Σε έστειλα λίγο να την βοηθήσης, να της πης δύο λόγια πνευματικά· όχι για να λέτε για τα γαλανά και τα μαύρα μάτια!»
Μια μέρα που πήγαμε, μας έλεγε ο Γέροντας Πορφύριος ότι με το χάρισμα που είχε από μικρός, διέκρινε από πολύ μακριά νερά, άγια Λείψανα, αρχαίους Ναούς, αρχαίους τάφους. Ακόμα και για τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μας έλεγε ότι δεν είναι ούτε στην Αίγυπτο ούτε εκεί που τον ψάχνουν, αλλά είναι εδώ στην Ελλάδα κοντά στο αρχαίο Δίον και συγκεκριμένα στην Κατερίνη στην “Κονταριώτισσα”, δίπλα σ’ ένα παλιό εκκλησάκι της Παναγίας.
Ο Παππούλης πριν φύγη για το Άγιον Όρος μας ζήτησε και του ράψαμε ένα ζωστικό και ένα ράσο.
– Θα φύγω, μου λέει, θα πάω στην μετάνοιά μου. Θα φύγω για πάντα.
– Γέροντα, του είπα, δεν μένετε κοντά μας να σας έχουμε παρηγοριά;
– Όχι! Θα πάω εκεί που έγινα μοναχός, θα πάω εκεί που αγάπησα τον Θεό!
Σε τέσσερις μέρες έφυγε για πάντα από την Αθήνα. Ήταν καλοκαίρι του 1991.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 19.
Ο άγιος Πορφύριος και οι μοναχές